Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Μικρασιατική καταστροφή: Μαρτυρίες που συγκλονίζουν ακόμη, σχεδόν 100 χρόνια μετά

Νίκος Τζιανίδης
Συντάκτης-Αρθρογράφος


 Κοντεύουν 100 χρόνια από τη μεγάλη καταστροφή, από τον ξεριζωμό. Φαγώθηκε ένας αιώνας κι ακόμη η μνήμη στέκει κερί δίχως φιτίλι και σιγολιώνει στου χρόνου τις φωτιές

- Η γενιά που ‘ζησε το χαμό, πάει έφυγε. Οι επόμενες γενιές οφείλουν να μαθαίνουν από την Ιστορία, να θυμούνται από τις διηγήσεις και να κρίνουν αθώους και φταίχτες. Μικρασία 1922 και ο Ελληνισμός ξεριζώνεται, σφαγιάζεται, εξανδραποδίζεται. Ελλάδα 2020, έχει ηθική υποχρέωση τουλάχιστον να μην ξεχάσει.

-Η λογοτεχνική «μαρτυρία»

 - Πώς περιγράφουν λογοτέχνες μας τον αφανισμό των Ελλήνων από τα Μικρασιατικά παράλια. Η στιβαρή πέννα τους και ο φορτισμένος συναισθηματικός τους κόσμος απλώνονται στο χαρτί και ζωντανεύουν τις μέρες και τις νύχτες του χαλασμού. 


- Γιώργος Σεφέρης: Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι

- Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα·πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί· κάποτε ο κυνηγός βρίσκει τα διαβατάρικα πουλιά κάποτε δεν τα βρίσκει· το κυνήγι ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια. Μη μου μιλάς για τ’ αηδόνι μήτε για τον κορυδαλλό μήτε για τη μικρούλα σουσουράδα που γράφει νούμερα στο φως με την ουρά της· δεν ξέρω πολλά πράγματα από σπίτια ξέρω πως έχουν τη φυλή τους, τίποτε άλλο.


- Ηλίας Βενέζης: Περπατά και μετρά: Δυo κεφάλια…

Ένα πρωί μας παίρνουν καμιά εξηνταριά σκλάβους για μια μικρή αγγαρεία. Είναι λίγο όξω απ’ τη Μαγνησά. Δίπλα στις ράγιες του σιδηρόδρομου τελειώνει μια μεγάλη χαράδρα, ανάμεσα στο Σίπυλο. Τη λεν «Κιρτίκ-ντερέ». Μες σ’ αυτή τη χαράδρα λογάριαζαν πως θα σκοτώθηκαν ίσαμε σαράντα χιλιάδες χριστιανοί απ’ τη Σμύρνη κι απ’ τη Μαγνησά, αρσενικοί και θηλυκοί. Τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Τα κορμιά λιώσανε το χειμώνα, και το νερό της χαράδρας που κατέβαινε από ψηλά έσπρωξε τα κουφάρια προς τα κάτω. Έτσι φτάξανε ίσαμε το δρόμο, στις ράγιες.


Ο Ντελλάρα σα θα ‘ρχόταν θα φούμερνε ένα πούρο. Μες στο «βαγκόν-λι». Θα κοίταζε απ’ το παραθυράκι όξω και θ’ αποθαύμαζε το τοπίον. Εκεί, άξαφνα, μπορούσε να προσέξει τα κουφάρια. Κεραμιδαριό η έκσταση! Λοιπόν η δουλειά μας όλη τη μέρα ήταν να σπρώξουμε τα κουφάρια, που ατάχτησαν, προς τα μέσα. Να μη φαίνουνται.

- Στην αρχή μας έκανε κακό να τα πιάνουμε με τα χέρια μας, αγκαλιές αγκαλιές, και να τα κουβαλούμε. Μα σε λίγες ώρες οι πρώτες εντυπώσεις είχαν περάσει. Οι σκλάβοι κάναν κι αστεία.

– Τι βαστάς; ρωτούσε ένας.

 - Ο άλλος κοιτάζει την αγκαλιά του. Περπατά και μετρά:

– Δυo κεφάλια. Πέντε καλάμια. Έξι χτένια.

- Αρσενικοί, για θηλυκοί;

– Σαν αρσενικοί μοιάζουν.

– Δεν ψούνισες καλά, σύντροφε!

– Γιατί;

- Ο άλλος δείχνει θριαμβευτικά τη δική του αγκαλιά:

– Κοίτα δω! Μια λεκάνη, δυο λεκάνες, τρεις λεκάνες! Και μοιάζει όλο γυναικείο πράμα….»

- Κοσμάς Πολίτης: Εκεί απόβαλε το γιο μας

Η Κατερίνα κάθισε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλοτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Αλάνι, βαμμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Αλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς - και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Αϊ-Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τοπία - μην τρέχεις, είπε η Κατερίνα, το παιδί - τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, ήτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κι η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα… Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: