Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια ..





https://www.youtube.com/watch?v=T780jZn8RKE


 www.youtube.com/watch?v=Ws0qbnDaxao * Αχαρνής. Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια Τραγούδια για νέους κανταδόρους. (Lyra, 1977) CD: LYRA CD 3304 Τραγουδούν-συμμετέχουν: Δ. Σαββόπουλος, Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μανώλης Ρασούλης, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Βαγγέλης Ξύδης, Κώστας Γεωργίου, Ηλίας Λιούγκος Πρόλογος-Πάροδος-Φαλλική πομπή-Σύγκρουση-Αγώνας-Παράβαση-Στάσιμο-Κήρυκες- Έξοδος * Αριστοφάνης. Αχαρνής [425] - http://el.wikipedia.org/wiki/Αχαρνής Αρμένης-ΔΗΠΕΘΕ. Αχαρνής || ΑΡΘΡΑ - http://is.gd/1fWHAP - http://is.gd/sAw5EM ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ - http://is.gd/DgXHiA - http://is.gd/9DEgT9 

- ΔΙΟΝΥΣΗΣ  ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ ΑΧΑΡΝΗΣ Ο Αριστοφάνης που γύρισε απ' τα θυμαράκια 

- Τον έκτο χρόνο του Πελοποννησιακού πολέμου ο αθηναίος πολίτης Δικαιόπολις συνάπτει χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Σπαρτιάτες. Για τον εαυτό του και την οικογένειά του αποκλειστικά. Ομάδες καρβουνιάρηδων από το Μενίδι ξεκινούν να τον λιντσάρουν ως προδότη. Αλλά ο Δικαιόπολις ετοιμάζεται να γιορτάσει τα Διονύσια. Και το εννοεί. Μαγειρεύει! Εδώ φίλε θεατή αρχίζει και η δουλειά του μουσικού που, έχοντας ανάλογες ελπίδες, βάζει τα όργανα. 

- ΚΙΝΗΣΗ 1η 

-  Έρχονται οι Αχαρνής με κοτρόνες στα χέρια για το λιθοβολισμό του Δικαιόπολι. Δηλαδή; Η γιορτή θ' αρχίσει με λιθοβολισμούς; Ουδεμία έκπληξη. Η επίθεση των καρβουνιάρηδων είναι απολύτως μέσα στο πρόγραμμα του εορτασμού. Όλ' αυτά είναι ρόλοι που έχουν παιχτεί και ξαναπαιχτεί χιλιάδες φορές. Βάλτε σε λειτουργία το παιχνίδι έχοντας μάθει απ' έξω αυτά τα μέρη της παλιάς, χαμένης γιορτής που έφτασε ως εμάς για να ξανακερδηθεί. Ας έρθει λοιπόν ο γέρικος, κωμικός, γενναίος, συγχυσμένος και ποδοσφαιρικός και ηρωικός χορός στη σκηνή, γιορταστικά, με ήχους από κουδουνάκια και σήμαντρα σαν αμαξάκι που έρχεται, σαν εσπερινός ή καλύτερα σα συσσίτιο. Δηλαδή, θα φάμε και θα πιούμε, και νηστικοί θα κοιμηθούμε.

 152 Πάροδος – Δ.Σαββόπουλος, Νίκος Παπάζογλου, Βαγγέλης Ξύδης, Ηλίας Λιούγκος 

 Εδώ όσοι γουστάρετε κυνήγι μες το πλήθος θα 'ναι καλό το θήραμα για όλη την πολιτεία ―Ποιοι από σας, ποιοι τον είδανε και ξέρουνε τη γη που κρύβει αυτό τον ειρηνάκια Φανερώστε τον εμπρός , φανερώστε ―Αχ συμφορά μου μας ξέφυγε τον τιποτενιο Ανάθεμα στα γηρατειά 

- 238 Ήμουνα νιος μ’ ένα τσουβάλι δηλαδή, με κάρβουνα στη ράχη και δώσ' του έτρεχα πίσω απ' το Γιούτσο ή τον Φαϋλο Δε θα τον άφηνα λοιπόν τον ειρηναίο το σκύλο ας ήταν και του άνεμου την αλαφράδα να 'χει 

- 322 ―Ξέφυγε γιατί σκούριασαν τα κόκαλά μου όλα γιατί τα σκέλια βάρυναν του γερο-Λακρατείδη ωστόσο εμπρός, να μη θαρρεί πως ήτανε παιχνίδι έστω και μ' Αχαρνιώτες γέρους τούτη η ανηφόρα ―Δία πατέρα, Θεοί! ―Τούτος ο άνθρωπος με τους εχθρούς έκλεισε ειρήνη με μισημένους εχθρούς που τα χωράφια μου ρημάξαν Το μίσος μου φαρμάκι βαθιά στη ρίζα τους θα μπει για να τους ξεπατούσει να τους ξεπατούσει τ' αμπέλια μου να μην ξαναπατήσουν ―Δία πατέρα, Θεοί! ―Να βρεθεί! ―Μαζέψτε πέτρες, τον άνθρωπο ζητάω ―Φέρτε γύρω όλους τους τοπους ώσπου να φανερωθεί και τότε δε θα κουραστώ να τον πετροβολάω ―Εὐ ῖ φημε τε!... ―Σκύψτε... τα σα εκ των σων... αυτός είναι ο δικός μας φαίνεται. Έρχεται ταμάμ για θυσία. ο κ ν π μ ς γε νεότητος, ὐ ἂ ἐ ᾽ ἐ ῆ ὅ ᾽ ἐ ὼ ἀ τ γ φέρων νθράκων φορτίον ἠ ῳ κολούθουν Φαΰλλ τρέχων, ὧ ἂ ὁ ὗ δε φαύλως ν σπονδοφόρος ο τος ὑ ᾽ ἐ ῦ ἐ π μο τότε διωκόμενος ξέφυγεν ο δ ν λαφρ ς ν πεπλίξατο. ὐ ᾽ ἂ ἐ ῶ ἂ ἀ ν ν δ πειδ στε ν δη το μ ν ῦ ᾽ ἐ ὴ ῤῥὸ ἤ ὐ ὸ ἀ ὶ ῷ ῃ ντικνήμιον, κα παλαι Λακρατείδ τ σκέλος βαρύνεται,ο χεται. ὸ ἴ διωκτέος δέ· μ γ ρ γχάν ποτ ὴ ὰ ἐ ῃ ὲ μηδέ περ γέροντας ντας ὄ ἐ ὼ Ἀ κφυγ ν χαρνέας. 220 ὅ ὦ ῦ ὶ ὶ στις Ζε πάτερ κα θεο το σιν χθρο σιν σπείσατο, ῖ ἐ ῖ ἐ ο σι παρ μο πόλεμος χθοδοπ ς ἷ ᾽ ἐ ῦ ἐ ὸ α ξεται τ ν μ ν χωρίων: ὔ ῶ ἐ ῶ κο κ νήσω πρ ν ν σχο νος ὐ ἀ ὶ ἂ ῖ α το σιν ντεμπαγ ὐ ῖ ἀ ῶ ὀ ὺ ὀ ὸ ἐ ξ ς δυνηρ ς ... πίκωπος, ἵ ῶ ἔ να μήποτε πατ σιν τι τ ς μ ς μπέλους. 230 ὰ ἐ ὰ ἀ τ δε π ς που δίωκε κα τ ν νδρα ῇ ᾶ ἕ ὶ ὸ ἄ πυνθάνου τ ν δοιπόρων πάντων: ῶ ὁ ἁ τ πόλει γ ρ ξιον ῇ ὰ ἄ ξυλλαβε ν τ ν νδρα το τον. ῖ ὸ ἄ ῦ ἀ ἴ ἶ ᾽ λλά μοι μηνύσατε,ε τις ο δ ὅ ῆ ποι τέτραπται γ ς ὁ ὰ ὰ τ ς σπονδ ς φέρων. 205 ἐ ᾽ ἴ ῦ κπέφευγ ,ο χεται φρο δος. ο μοι τάλας τ ν τ ν τ ν μ ν: 210 ἴ ῶ ἐ ῶ ῶ ἐ ῶ ἀ ὰ ῖ ῖ ὸ ἄ λλ δε ζητε ν τ ν νδρα κα βλέπειν βαλληνάδε ὶ κα διώκειν γ ν πρ γ ς, ὶ ῆ ὸ ῆ ἕ ἂ ὑ ῇ ως ν ε ρεθ ποτέ: ὡ ἐ ὼ ἐ ῖ ὐ ἂ ς γ βάλλων κε νον ο κ ν ἐ ῄ μπλ μην λίθοις. 235 [ Εὐ ῖ φημε τε: εναρξη τελετουργιας: - Ιερη σιωπη ] σ γα π ς. κούσατ νδρες ῖ ᾶ ἠ ᾽ ἄ ἆ ῆ ὐ ρα τ ς ε φημίας; ο τος α τός στιν ν ζητο μεν. ὗ ὐ ἐ ὃ ῦ ἀ ὰ ῦ ᾶ ἐ λλ δε ρο π ς κποδών· 240 θύσων γ ρ ν ρ ς οικ ξέρχεται. ὰ ἁ ὴ ὡ ἔ ᾽ ἐ 

- ΗΣΥΧΙΑ ΑΧΑΡΝΗΣ, Ο ΔΙΚΑΙΟΠΟΛIΣ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 

-  505 Φαλλική Πομπή – Μελίνα Τανάγρη 

- Το πανεράκι κράτα θυγατέρα χαρούμενα σα να 'χες καταπιεί φλογέρα Όμορφα γελάς η τυχη σου θ' ανοιξει Ο νιος που θα σε πάρει θα σε ξεσκισει Για να γεννήσεις κόρες σα γατίτσες πρωί πρωί ν' αφήνουνε πορδίτσες μικρές κι απανωτές σαν και τις δικες σου έλα και είσαι στις ομορφιες σου Βάλε τα χρυσαφικά σου κι έλα μες τον κόσμο μόνο μη σου τα ξαφρίσει κανας αλήτης ―Εσύ κράτα σηκωμένο το φαλλό πίσω απ' το κορίτσι. Εγώ τώρα θα πω το τραγούδι το καλό, κι εσύ γυναίκα ανέβα στα κεραμίδια να με βλέπεις. 

- 623 Θεούλη του φαλλού, μωράκι του Διόνυσου συνταξιδιώτη στο κωμικό μας καραβάκι Δε σ' έχω ιδεί πέντε χρονάκια κλέφτη του έρωτα που ανθίζεις μέσα στης νύχτας τα χαντάκια Τώρα το χώμα μου πατάω έκλεισα ειρήνη μοναχός μου και ταπεινά σε χαιρετάω Δε θέλω μάχες και το δρόμο πήρα τη δούλα του Στρυμόδωρου να πιάσω την ώρα που σκυμμένη κλέβει ξύλα Στην αγκαλιά μου σηκωμένη την κλεφταρού θα τη φιλήσω θεούλη μου φτωχέ και πένη Κερνάω ειρήνη σ' ένα φλιτζανάκι έλα και συ να πιεις που σε πονάει η ασπίδα μου θα κρέμεται στο τζάκι ἄγ᾽ ὦ θύγατερ ὅπως τὸ κανοῦν καλὴ καλῶς οἴσεις βλέπουσα θυμβροφάγον. ὡς μακάριος ὅστις σ᾽ ὀπύσει κἀκποιήσεται γαλᾶς 255 σοῦ μηδὲν ἥττους βδεῖν, ἐπειδὰν ὄρθρος ᾖ. πρόβαινε, κἀν τὤχλῳ φυλάττεσθαι σφόδρα μή τις λαθών σου περιτράγῃ τὰ χρυσία. Φαλῆς ἑταῖρε Βακχίου ξύγκωμε νυκτοπεριπλάνητε 265 μοιχὲ παιδεραστά, ἕκτῳ σ᾽ ἔτει προσεῖπον ἐς τὸν δῆμον ἐλθὼν ἄσμενος, σπονδὰς ποιησάμενος ἐμαυτῷ, πραγμάτων τε καὶ μαχῶν 270 καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείς. πολλῷ γάρ ἐσθ᾽ ἥδιον, ὦ Φαλῆς Φαλῆς, κλέπτουσαν εὑρόνθ᾽ ὡρικὴν ὑληφόρον τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ Φελλέως μέσην λαβόντ᾽ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσ᾽ ὦ Φαλῆς Φαλῆς. 275 ἐὰν μεθ᾽ ἡμῶν ξυμπίῃς, ἐκ κραιπάλης ἕωθεν εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον 

- 806 ΑΧΑΡΝΗΣ. ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ 

-  Νατα μας, νατα μας, νάτος , δοςτου και δοςτου και δοςτου να του βρωμιάρη, να του ψωριάρη, μη σε φοβιζει ο χαμος του Τον λιθοβολούνε. Ο Δικαιόπολις τρυπώνει πίσω από κάτι κατσαρόλες. Ωχ, ωχ, σιγά βρε ευλογημένοι, ακούστε με πρώτα! Που ν' ακούσουν αυτοί! Είδε κι απόειδε, παίρνει το τραπέζι του χασάπη και βάζει απάνω το κεφάλι του. Νατα μας, νατα μας, νάτος , δοςτου και δοςτου και δοςτου να του βρωμιάρη, να του ψωριάρη, μη σε φοβιζει ο χαμος του Να η γκλάβα μου στον τάκο. Κι αν το δίκιο μου δε βρω, κι αν δεν πείσω το σινάφι, κόφτε τον μου το λαιμό. 

- 841 Τι τις έχουμε τις πέτρες πολιτεία κακομοίρα δεν τον αιματοκυλάμε να φορέσει την πορφύρα; Όσο ακούν τ' αναμμένα κάρβουνα, άλλο τόσο και οι καρβουνιάρηδες. Βάζει τότε και ο Διακαιόπολις άλλο σχέδιο. Αρπάζει ένα τσουβάλι καρβουνόσκονη και μια μαχαίρα, βαράτε λέει, και γω τούτο σας το ξεκοιλιάζω ευθύς. 

- 917 Όχι, α όχι! δικό μας είναι το τσουβάλι αυτό Μη το σφάξεις, μη το σφάξεις, χάρισε ζωή Γιατί νόμιζαν πως μέσ' το τσουβάλι την καρβουνόσκονη ήταν κάποιος πολύτιμος συγγενής τους. Καταλάβατε; Τόση ώρα έβαζε το κεφάλι του στο ντορβά ο άνθρωπος. Κι αυτοί ντιπ! Και μόνο όταν κινδύνεψε ένα τσουβάλι καρβουνόσκονη υπεχώρησαν οι καρβουνιαραίοι. Κι έγινε κάποια ανακωχή να μιλήσει ο Δικαιόπολις, αλλά όσην ώρα κρατά η απολογία του να χει το κεφάλι του απάνω στον πάγκο του χασάπη. Άμα δεν τους πείσει... 

- 1008 ΣΥΝΕΧΙΣΕ. ΑΓΩΝΑΣ 

-  Σιγά λέει, πριν αρχίσω την απολογία μου επειδή σας ξέρω τι μελό είστε, να πάω να φορέσω τίποτε κουρελούδες, τίποτε μασκαρέματα λυπητερά να ντυθώ, σαν αυτά που φορούν οι αγαπημένοι σας θεατρίνοι, να σας συγκινησω κομμάτι. Πολλες τσιριτζάτζουλες κάνεις προτού παραδοθείς την καμπούρα, τα κουρέλια και του χάρου τη μουτσούνα κι ό,τι γουστάρεις , μα μην αργοπορείς Ο 

- ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ Συγχωρηστε με ω αθηναίοι που θα παρουσιαστώ μπροστά σας ντυμένος ζητιάνος αλλά και η κωμωδία κάτι ξέρει από δικαιοσύνη. Κωμωδία ή δράμα, η σκηνή αυτή έχει ψωμί! 

- 1110 Ευριπιδάκη,κουρέλι, κουρελάκι στα γόνατά σου πέφτω να ζητήσω απ' το παλιό σου δράμα ένα κουρελάκι για να μιλήσω -Ευριπίδη; Μέσα είσαι; -Όχι, έξω. -Μ΄ αφού ακούω -Το κεφάλι μου είναι έξω και μαζεύει στιχάκια. Κι ο ίδιος μέσα γράφοντας με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. -Ευριπίδη, σε παρακαλώ, άνοιξέ μου, αν άνοιξες ποτέ σου σε άνθρωπο... -Δεν ευκαιρώ. -Ε... έβγα με την περιστρεφόμενη σκηνή. -Α! τότε... εντάξει. 

-  1200 

-  Ευριπιδάκη, κουρέλι, κουρελάκι στα γόνατά σου πέφτω να ζητήσω απ' το παλιό σου δράμα ένα κουρελάκι για να μιλήσω Δώσε μου τίποτε κουρέλια να ντυθώ, από τα κρεμαστάρια, τα σφαχτάρια τα ρούχα σου και κείνη την τραγική μελωδία, με το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο. Και για μπαστούνι, μια βεργα λυγαριά, μια ρίζα δενδρολίβανο. 

1239 

- Μιλώ σα δικηγόρος του εχθρού μας χαρίζοντας το σβέρκο μου στην πόλη κι αν δεν αρέσω του χορού μας κλάφτε με όλοι Μια ρίζα δενδρολίβανο και κανένα καπνισμένο τσουκάλι, να σε χαίρεται η μανούλα σου, που καθαρίζει φρέσκα φασολάκια. 

 1310 

-  Ευριπιδάκη, κουρέλι, κουρελάκι η ζητιανιά ας είναι το εφέ μου της εξορίας το σκουφί στο κεφαλάκι ακούμπησέ μου ―Το χρεος Οι θεατές μας να ξέρουν την αλήθεια μα ο χορός σα χαζός να μας κοιτάει καθώς θα λέμε τα χοντρά μας παραμύθια να μη μασάει ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙ. ΦΟΡΑΕΙ ΤΑ ΚΟΥΡΕΛΙΑ. ΥΠΟΤΙΜΑΕΙ ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΕΓΙΝΕ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΠΟΡΝΕΣ. ΣΟΒΑΡΟΛΟΓΕΙ; 

 1405

-  Ο Δικαιόπολις μιλάει έτσι επειδή είναι ντυμένος τον καραγκιόζ μπερντέ, τα κουρέλια που γύρευε. Και συγκινείται ο χορός. Γιατί είναι ο δικός τους ο μπερντές που κρατάει ακόμα τη λίγη λάμψη απ' την παλιά, μεγάλη και επιβλητική ζωγραφιά. Μην έχουμε λοιπόν καμιά παρεξήγηση. Ο Δικαιόπολις δεν είναι αντιπολεμική καρικατούρα και ειρήνη και αφοπλισμός και τέτοια. Αλλά τότε τι είναι ο Δικαιόπολις; Σε τι θεό πιστεύει τέλος πάντων αυτός ο άνθρωπος και κάνει το κορόιδο... μαύρη κοροϊδία δηλαδή, με το κεφάλι πάνω στον πάγκο του χασάπη. Ναι, σε τι πιστεύει; Δεν ξερω. 

 1455 

-  Εδώ ο μουσικός σηκώνει τα χέρια. Το μόνο που θέλει ο μουσικός είναι το έργο. Συγχωρείστε τον για την αδυναμία του. Αλλά τότε ας μας πει ο ίδιος ο Δικαιόπολις. Αλλά δε μας ακούει. Ετοιμάζεται για την γιορτή. Εκεί όπου οι άνθρωποι δεν καθορίζονται απ' τα συμφέροντα, δηλαδή απ' την ανάγκη. Και καταφτάνουν γενναιόδωροι και ξεχειλίζουν τα κρασιά, κι αρχίζει το έργο. Βαράτε τα όργανα! Βάλτε φωτιά στα τόπια! Ο Δικαιόπολις μαγειρεύει. Παίρνει το ματωμένο κρέας και το κάνει τροφή για τη γιορτή. Αυθεντικός, σαν έργο του δημιουργού του, να μην τον φθείρει η ιστορία. Ηθοποιός, να μην τον παρασύρει το κοινό και οι αντζέντηδες. Και είρωνας, είρωνας, με το ματάκι παιχνιδιάρικο και με το κεφάλακι πάνω στον πάγκο του χασάπη. Έξω απ' αυτή τη διαδικασία προς τον εορτασμό, όλα γίνονται για λόγους ανύπαρκτους. Καλά λέει ο Δικαιόπολις , για τρεις πουτάνες. ―Βρε τσόγλανε! τα θέλεις και τα λες ή σου ξεφεύγουν; και δεν κοιτάς τα χάλια σου, μόνο μας κοροϊδεύεις; 

 1622 

- Κι όμως όσα είπε ήταν η αλήθεια κι ούτ' ένα ψέμα δε μας είπε το παιδί κι όποιος τον βρισει θα μείνει τιμωρία κι απ' την ορχήστρα τούτη σώος δε θα βγει Λαϊκή επιταγή ακούω τώρα και πρέπει να κατέβω για να πάω να κάνω φασαρία τη γοργόνα ποιος την ξύπνησε απ' την ασπίδα 

1705 

- Ο στρατηγός Λάμαχος. Μπλαμπλα δημοκρατία, μπλαμπλα, με εκλέξανε. Όμως ο χορός έχει πια, δηλαδή, εντελώς μεταστραφεί υπέρ του Δικαιόπολι και ο Λάμαχος προκειμένου να εξευτελιστεί εντελώς, αποχωρεί ψωροπερήφανα μ' ένα ταρατατζούμ ενώ ο Δικαιόπολις πάει παραδίπλα και ανοίγει το μαγαζί των ονείρων του. Εδώδιμα αποικιακά! Μπακάλικο! 

- ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ. ΣΤΕΙΛΕ ΤΟΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΣΟΥ 

 17 40 Παράβαση – Νίκος Παπάζογλου 

-  Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί, μα, τώρα, στον αγώνα νικούνε οι καρβουνάδες, που έχουν στην μεριά τους τον ίδιο τον ποιητή. Ζεί τα ωραία πράγματα μ’ αίμα και με θυσίες, προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό. Δε θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό. 

1850 

- Μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη, σπιθίτσα φουντωμένη μ’ αναπνοές τρελού βαρδάρη που μιλά σαν ψάρι φαγωμένο, πολλαπλασιασμένο, και σαν καρβέλι να! Έλα την Κυριακή με το βαρύ σου τέμπο κι οι δυο Σοφία Βέμπο ακούγαμε εκεί. ―Ποιος μας γηροκομεί τη σήμερον ημέρα, ψηστιέρα, καρβουνιέρα, μούσα δεκεμβριανή; Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό. Τώρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική. Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά. Πρόστιμα μια ζωή στην κλεψύδρα και στα εφετεία είναι μια κοροϊδία, σκιά του δικαστή. 

- ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΟΛΟΙ, ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΕΧΘΡΟΙ, ΘΕΛΟΥΝΕ ΝΑ 'ΧΟΥΝ ΠΑΡΕ-ΔΩΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙ 

 2040 

- Στάσιμο Δώστου και οι καρβουνιάρηδες! -Εγώ ξανά τον πόλεμο στο σπίτι μου δε βάζω· μεθύσι κάνει άσχημο και φτύνει, και ξερνάει -Χυνει όλο το κρασί μου έξω απ' τη μικρή αυλή μου -Γλυκιά μου συμφιλίωση με το γλυκό πηγούνι ας ήταν να μας έδενε ένας μικρούλης έρως σαν κι αυτόν μες τα καδράκια με λουλούδια και πουλάκια -Τι κι αν γέρασα και γέρνω τρεις φορές τα καταφέρνω πρώτα σου φυτεύω αράδα μια χοντρή καταβολάδα κι απο κοντα φυτευουμε βαρια μεγαλα συκα, γυρω τριγυρω λιοδεντρα μη λειψει το λαδακι να γλιστράμε όλο χάρη όταν μπαίνει... νιο φεγγάρι 

2127 

- Ευτυχισμένος άνθρωπος κι ωραία η εκλογή του '' στην αγορά ξανοίγεται κι όλα κυκλοφορούνε '' και γυρίζουν γύρω γύρω ψησταριές μ' ωραίο γύρο ψάρια πάνω στις φλογίτσες, αθερίνες, μαριδίτσες Τηνελλα! Χαφιέδες και πρεζάκηδες και ταξικά κωθώνια '' δε θα σε αλαφιάζουνε με τις πολιτικές τους '' ρούχα καθαρά θα βάλει και θα τρώει το πορτοκάλι το τραγούδι θα γυρίσει και η λάσπη θα μιλήσει Τηνελλα! 

ΚΗΡΥΚΕΣ ΚΑΛΟΥΝ ΤΟΥΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΤΕΣ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ. ΚΗΡΥΚΕΣ ΣΤΕΛΝΟΥΝ ΤΟ ΛΑΜΑΧΟ ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙ ΣΤΟ ΙΕΡΟ 

 2302 

- Κήρυκες – Νίκος Παπάζογλου, Μελίνα Τανάγρη, Σάκης Μπουλάς, Νίκος Ζιώγαλας 

-  Η σάλπιγγα, η σάλπιγγα το χρόνο θα κρατήσει κι όποιος αδειάσει το κρασί και πρώτος το πατώσει γεμάτο της παράδοσης τ' ασκί θα 'χει κερδίσει Ακούσατε τον κήρυκα, τι κάθεστε; κοιμάστε; Γυρνάτε τις σούβλες, σκαλίστε τη φωτιά από κάτω, φέρτε μου τις τροφές και τα ποτά. 

 2420 

- Εμπρός ανάψτε τη φωτιά έχουμε ραβαϊσι '' γιορτάζουνε τα χώματα, φεγγοβολάει το χιόνι '' έχουμε κρασί καινούριο και γιουβέτσι μες το φούρνο ξεχασμένα τραγουδάκια και φρεσκότατα ψωμάκια Τηνελλα! Αυτόν που υψώνει τη γιορτή και την ξανακερδίζει '' τον πήρα για εξτρεμιστή, τώρα τον χαιρετάω '' μάγερά μου κι εργοδότη, συνεταίρε και συμπότη σήκωσε το γιοματάρι για ν' ανθίσει το κουφάρι Τηνελλα! 

2555

 ―Λάμαχε! Οι στρατηγοί σε θέλουνε βρεγμένο, χιονισμένο στα όρη στ' άγρια βουνά, στις φοβερές κλεισούρες πάρε και την παράτα σου, σύρε να τα φυλάξεις τώρα που έχουμε γιορτή, που έχουμε Διονύσια [-Ωω! -Σκάσε! ] μήπως κρυφά περάσουνε εχθροί, κλεφτοκοτάδες. ―Δικαιόπολι! Ο λειτουργός του Διόνυσου σε θέλει στολισμένο στο δείπνο και στο γιορτασμό και γρήγορα να κάνεις πάρε το καλαθάκι σου, πάρε και το κανάτι έχουμε βασιλόπιτα και γιορτινό τραπέζι έχουμε Αθηναίισσες, τρελές χορευταρούδες σα τις παλιές αγάπες μας που έψελνε ο Τσιτσάνης 

2655

 - Εσύ, φέρε τις αλλαξιές της εκστρατείας -Κι εσύ, την αλλαγή της ιστορίας -Έλα και τύλιξε τ' ατομικά μου είδη -Έχω γιουβέτσια ατομικά, κάνε παιχνίδι -Δειλέ, σταμάτα να ειρωνεύεσαι τον κλάδο μου -Λιγούρη, σταμάτα να ματιάζεις το στιφάδο μου -Έτσι -Κοκορέτσι -Φορώ τα εξαρτήματα, την πανοπλία -Κρατώ το τρύπιο κύπελλο, την ουτοπία -Μ' αυτήν περνώ το αιμάτινο ποτάμι των εχθρών που πέφτουν σκοτωμένοι -Κι αυτό είναι το σκαρί μου ως τη μεγάλη τράπεζα τη φωταγωγημένη -Σήκωσε την ασπίδα για ομπρέλα. Αποχωρούμε. Αχ, χιονίζει, χειμέρια τα πράγματα. -Σήκωσε το μεγάλο δείπνο ν' ανοιχτούμε. Ναι, χιονίζει, αρχίζουνε τα θαύματα. 

2804 

-  Πάντα μπρος, πάντα μπρος ταξιδιώτες το θεόρατο σκάφος προχωρεί από δω στην κλεισούρα, στους πάγους κι από κει σε εκκλησία ανοιχτή Πάντα μπρος τα πληρώματα σπρώχνουν σ' ένα ναύλο με δρομολόγιο διπλο μες την ορχήστρα μονάχος την ιστορία θα διηγηθω Μια φορά κι έναν καιρό δυο ναυτικοί πήραν βάρκες και τρόφιμα ο ένας τσακίζεται και σπάει τα πλευρά ο άλλος νικάει μα η καρδούλα του σπάει για όσα πληρώνει κρυφά 

- Ο ΛΑΜΑΧΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ. ΤΟΝ ΦΕΡΝΟΥΝ ΣΗΚΩΤΟ ΣΤΗ ΣΚΗΝΗ ΝΑ ΤΟΝΕ ΙΔΕΙ Ο ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ ΝΑ ΘΡΙΑΜΒΟΛΟΓΗΣΕΙ Μ' ΟΛΟ ΤΟΥ ΤΟ ΔΙΚΙΟ 

 2944 Έξοδος – Δ.Σαββόπουλος, Σάκης Μπουλάς 

-  Γιατί την ώρα που ο Λάμαχος ήτανε στο λάκκο, ο Δικαιόπολις ήτανε στη γιορτή. Εκεί όπου όλοι σηκώνουν τα κρασιά και πίνουν μονορούφι ποιος θα 'ρθει πρώτος. Ο Δικαιόπολις ήρθε πρώτος! Κενό, κενό! το κέρδισα! λέει, δείχνοντας το κανάτι. Κι όλοι ζητωκραυγάζουν: Τηνελλα Καλλίνικος! Που μπορεί και να σημαίνει: πέστο Χρυσόστομε. Νάτος, έρχεται για την αποθέωση με δυο κορτσούδια αγκαλιά. Και όλα τελειώνουν σα γάμος. Λοιπόν, όλα ξεκίνησαν με μια σκληρότατη αντίθεση όπου το κεφάλι του Νυμφίου παίχτηκε σε επίπεδο κρεοπωλείου. Και όλα ας τελειώσουν τώρα με μια πλούσια σύνθεση που θα ξεχειλίσει τώρα απ' όλες τις μπάντες «Τηνελλα Καλλίνικος!», η διαλεκτική του Αριστοφάνη. Φίλε θεατή, να το πάρεις το κορίτσι. Κι αν δεν ξέρεις το χορό του Ησαΐα, μη φοβάσαι, θα στον μάθει ο παπάς. Κάτω οι διαλεκτικές των τεχνικών της εξουσίας! Φίλε θεατή, ΕΞΟΔΟΣ! 

 3109 

-  Οχου, οχου, του αναδόχου τι βυζάκια σα μωρά κοριτσάκια μου εκκλησάκια με πορτόφυλλα χρυσά ανοιχτείτε γιατί πήρα φόρα είμαι ο νικητής στην κρασοχώρα -Οχου, μ' ακούμπησε του χάρου το ψαλίδι -Οχου Λάμαχε-Λαμαρχίδη -Ω, πενθώ την ιστορία -Αυξαίνω και πληθαίνω με τη συνουσία -Έχω τραύματα που χαίνουν και κατάγματα διπλά -Έχω θαύματα που βγαίνουν κι όποια θέλει τα φιλά -Κι έτσι έφτασε το τέλος που το πλήρωσα ακριβά -Πλήρωσα κι εγώ ο έρμος στη γιορτή και στη χαρά -Μοίρα κακή κι ατέλειωτη με παρασέρνεις σα γκρεμός -Σκύψε λοιπόν και πέσε μοναχός -Ω, σύντροφοι πιστοί, πιάστε μου το πόδι μου, δεν μπορώ -Ωχ, μανούλα μου, πιάστο μου πριν φτάσει ως τον ουρανό -Το κεφάλι μου σαλεύει -Η μύτη μου μεγάλωσε και περισσεύει -Πάμε στους ιατρούς, στη φρίκη των χεριών τους να δοθώ -Πάμε στον ποιητή για τον χαιρετισμό -Γλιστρώ μες τη θύελλα -Κενό! κενό! το κέρδισα , τηνελλα! -Πρωταγωνιστή του κωμου σ’ ολο το καρβουναριό -Το 'χω αδειάσει μπαμ και κάτω, και τον πάτο πάτησα -Το κενό το φιλημένο το υψώνεις και πετάς -Πιάστε το αρχαίο ύμνο, τηνελλα Καλλίνικος! 

-  3304 

-  Τηνελλα Καλλίνικος! ο Αριστοφάνης παλαμάκια γύρισε από τα θυμαράκια Τηνελλα Καλλίνικος! ο Αριστοφάνης παλαμάκια γύρισε από τα θυμαράκια Το κενό το γιοματάρι να δοθεί στον ποιητή που απ' τη δική του χάρη ξεκινάει η πομπή Είναι η χάρη που μας παιρνει σκάει κι απογειώνεται βρίσκει την καινούρια βία και ξανασαρκώνεται 

-  ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ «Η πρώτη μου επαφή με το σοβαρό θέατρο ήταν όταν, μαθητής ακόμα, είδα στη Θεσσαλονίκη τους Ορνιθες στην ιστορική εκείνη παράσταση του Καρόλου Κουν. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι όταν κάποια χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα τον Ιανουάριο του ’76, ο ίδιος ο Κουν μού τηλεφώνησε και μου ζήτησε να γράψω τη μουσική για τους Αχαρνής, έμεινα κάγκελο! Ενιωσα πως έμπαινα σ” έναν κήπο φτιαγμένο με τα υλικά των παιδικών μου ονείρων. 

- [...Καταπιάστηκα με τους 'Αχαρνής... μεταφράζοντας, με δική μου πρωτοβουλία, ό,τι ήταν να μελοποιήσω, όχι από φιλοδοξία, αλλά δεν μπορώ να γράφω μουσική χωρίς να γράφω και τα λόγια, είναι η φύση της εργασίας μου ... είχα μεταφράσει μόνο τα αδόμενα μέρη, και αρκετά πιστά. Τα υπόλοιπα ήταν μία προσωπική αφήγηση της δράσης, δεν κάναμε αναπαράσταση της δράσης, γι' αυτό ήμουν τόσο ελεύθερος τότε...

- ] Kαθώς ήμουν καλός στ’ αρχαία, δεν περίμενα τη μετάφραση του Λαζάνη, αλλά μετέφρασα μόνος μου τα χορικά και τα μελοποίησα. Ωστόσο, αυτό ενόχλησε την “πτέρυγα Λαζάνη” του θεάτρου Τέχνης, είχαν χωριστεί βλέπετε σε αυτήν και στου Αρμένη, και τελικά η συνεργασία δεν έγινε. Εγώ την έληξα, καθώς ένιωσα τον Κουν να πιέζεται. Και έτσι, οι παρτιτούρες μείναν στο συρτάρι. Μιλάμε για ένα έργο κατ’ εξοχήν γραμμένο πάνω σε κρίση οικονομική, κοινωνική και πολιτική, που έφτασε στον παροξυσμό, δηλαδή στον πόλεμο. 

-  Το πρωτοπαρουσιάσαμε τελικά τον Δεκέμβρη του 1976, ως παράσταση με τίτλο “Τραγούδια για νέους κανταδόρους” [με αλλαγμένη την αρμονία και τα όργανα και με πρόσθετα αφηγηματικά μέρη και σχόλια, όλ' αυτά μαζί με τα σκίτσα του Αλέξη Κυριτσόπουλου σαν ένα νούμερο για μπουάτ να πούμε]. Ηταν στην μπουάτ “Ρήγας”, με τους τότε νεαρούς καλλιτέχνες Νίκο Ζιώγαλα, Πάνο Κατσιμίχα, Ηλία Λιούγκο, Σάκη Μπουλά, Νίκο Παπάζογλου, Μανώλη Ρασούλη και Μελίνα Τανάγρη...» …

- να του βρωμιάρη να του ψωριάρη ΜΗ ΣΕ ΦΟΒΙΖΕΙ Ο ΧΑΜΟΣ ΤΟΥ 

- ΠΟΛΛΕΣ τζιριτζάντζουλες κάνεις προτού παραδοθείς 

- Συγχωρείστε με, Ω ΑΘΗΝΑΙΟΙ, .που θα παρουσιαστώ μπροστά σας ντυμένος κουρέλια Και για μπαστούνι, μια ΒΕΡΓΑ ΛΥΓΑΡΙΑ, μια ρίζα δενδρολίβανο της εξορίας το σκουφί ΣΤΟ κεφαλάκι θράκα μου πυρωμένη ΣΠΙΘΙΤΣΑ φουντωμένη Εμπρός ανάψτε τη φωτιά έχουμε ΡΑΒΑiΣΙ (=γλέντι) Πρωταγωνιστή του ΚΩΜΟΥ (=κωμωδίας) σ’΄ολο το καρβουναριό -Το ‘χω αδειάσει μπαμ και κάτω και τον πάτο πάτησα 

*************************** 

Σε γιορτινό αγώνισμα παίζατε τις αμάδες και δεν καταδεχόσασταν το κωμικό παιδί Μα τώρα στον αγώνα νικούνε οι καρβουνάδες που έχουν στη μεριά τους τον ίδιο τον ποιητή Ζει τα ωραία πράματα μ' αίμα και με θυσίες προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό Δεν θα σας πει παινέματα, δεν ξέρει κολακείες και για την ευτυχία σας πληρώνει τον καιρό Μούσα καρβουναρού, θράκα μου πυρωμένη σπιθίτσα φουντωμένη μ' αναπνοές τρελού Βαρδάρη που φυσάς σαν ψάρι φαγωμένο αχ πολλαπλασιασμένο και σαν καρβέλι να Έλα την Κυριακή με το βαρύ σου τέμπο κι οι δυο Σοφία Βέμπο ακούγαμε εκεί Ποιος μας γηροκομεί, τη σήμερον ημέρα ψηστιέρα καρβουνιέρα, μούσα Δεκεμβριανή; Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία και με τυφλή μανία, ξέσκιζα τον εχθρό. Τώρα με χειρουργεί, μια αλλήθωρη νεολαία μια τσογλανοπαρέα που κάνει κριτική. Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά Πρόστιμο μιας ζωής στην κλεψύδρα και στα εφετεία είναι μια κοροϊδία σκιά του δικαστή 

====================================== 

Αγώνας

-  Να μιλήσει ο Δικαιόπολις Καλώ. Συνέχισε. ΑΓΩΝΑΣ Σειρά λέει, πριν αρχίσω την απολογία μου, επειδή σας ξέρω τι μελό είστε να πάω να φορέσω τίποτα κουρελούδες, τίποτε μασκαρέματα λυπητερά να ντυθώ, σαν αυτά που φορούν και οι αγαπημένοι σας θεατρίνοι, να σας συγκινήσω κομμάτι Πολλές τζιντζάντζουλες κάνεις προτού παραδοθείς, την καμπούρα, τα κουρέλια και του χάρου τη μουτσούνα κι ό,τι γουστάρεις μα μην αργοπορείς Ο Δικαιόπολις έξω από το σκηνικό του Ευριπίδη Συγχωρήστε με, ω Αθηναίοι, που θα παρουσιαστώ μπροστά σας ντυμένος ζητιάνος, αλλά και η κωμωδία κάτι ξέρει από δικαιοσύνη Κωμωδία ή Δράμα. Η σκηνή αυτή έχει ψωμί Ευριπιδάκι, κουρέλι, κουρελάκι στα γόνατά σου πέφτω να ζητήσω από το παλιό σου δράμα ένα κουρελάκι για να μιλήσω - Ευριπίδη μέσα είσαι - Όχι. Έξω - Το κεφάλι μου είναι έξω και μαζεύει στιχάκια κι ο ίδιος μέσα γράφοντας με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω - Ευριπίδη, σε παρακαλώ άνοιξέ μου, αν άνοιξες ποτέ σου σε άνθρωπο - Δεν ευκαιρώ- ή έβγα με την περιστρεφόμενη σκηνή- Α Τότε εντάξει 

- Vertigo Ιούνιος 07, 2008 http://is.gd/Um3SCW Το 

- 1975 το Εθνικό Θέατρο προγραμματίζει να ανεβάσει την αρχαία κωμωδία του Αριστοφάνη "Αχαρνής" και ζητά από τον Διονύση Σαββόπουλο να επενδύσει μουσικά την παράσταση. O Σαββόπουλος καταπιάνεται με το έργο και μεταφράζοντάς το ο ίδιος, δίνει το δικό του στίγμα στην πλοκή... Η παράσταση τελικά δεν ευτύχησε να ανέβει, αλλά ο ίδιος παρουσιάζει τη δουλειά αυτή το `76, σε ύφος "νούμερο για μπουάτ", ενώ το 1977 βγαίνει διασκευασμένο το έργο και σε δίσκο, με τον τίτλο: "ΑΧΑΡΝΗΣ"-"Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια" - Τραγούδια για νέους κανταδόρους (όπως ο Σ. Μπουλάς, ο Ν. Παπάζογλου, η Μ. Τανάγρη, Ν. Ζιώγαλας, Η.Λιούγκος, Β. Ξύδης, Μ.Ρασούλης, Κ. Γεωργίου). 

- Το έργο χωρίζεται σε εννέα μέρη: 

1. Πρόλογος: Βρισκόμαστε στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και ένας πολίτης της δημοκρατικής Αθήνας, ο Δικαιόπολις, κουρασμένος από τον διαρκή αποκλεισμό και την στέρηση, αποφασίζει να συνάψει ιδιωτική συνθήκη ειρήνης με τον εχθρό, τους Σπαρτιάτες. Το γεγονός αυτό εξοργίζει ομάδες γέρων κατοίκων από τις "Αχαρναί" (εκεί που σήμερα βρίσκεται το "Μενίδι"), καρβουνιάρηδες στο επάγγελμα. Αυτοί αποτελούν και τον "Χορό" που με προσβεβλημμένο το "πατριωτικό τους αίσθημα" αναζητούν να λυντσάρουν τον "προδότη ειρηναίο". 

2. Πάροδος: [ακούγονται οι: Δ.Σαββόπουλος, Ν.Παπάζογλου, Β.Ξύδης, Η.Λιούγκος] Οι Αχαρνείς εισέρχονται στην ορχήστρα κι ακούγεται το τραγούδι του Χορού, που εξηγεί ποιοι είναι και τους λόγους για τους οποίους οφείλουν να εξοντώσουν τον άνθρωπο που αυθαίρετα αποφάσισε να κάνει ειρήνη με τον μισητό εχθρό. 

3. Φαλλική πομπή: [ακούγονται ο Δ.Σαββόπουλος και η Μελίνα Τανάγρη.] Στη σκηνή μπαίνει ο Δικαιόπολις και η οικογένειά του με ύμνους για την χαρά της Ζωής, την Ειρήνη και τον Έρωτα. (Ο Σαββόπουλος πιστός στα αχνάρια του αθυρόστομου Αριστοφάνη χρησιμοποιεί "πικάντικους" στίχους: "Το πανεράκι κράτα θυγατέρα, χαρούμενα σαν να `χες καταπιεί φλογέρα. Όμορφα γελάς! Η τύχη σου θ` ανοιξει... Ο νιός που θα σε πάρει! Θα σε ξεσκίσει...") 

4. Σύγκρουση: Ο Χορός ανακαλύπτει τον Δικαιόπολι κι ετοιμάζεται να τον πετροβολήσει, ενώ ο ίδιος ικετεύει για λίγο χρόνο ώστε να απολογηθεί, να τους εξηγήσει τους λόγους της πράξης του. Προσφέρει δε το κεφάλι του (τοποθετώντας το στον τάκο του χασάπη) σε περίπτωση που δεν τους μεταπείσει, αλλά ο Χορός είναι ανένδοτος κι απελπισμένος ο Δικαιόπολις σκαρφίζεται ένα άλλο σχέδιο. Υποκρίνεται ότι κρατάει -σε ένα τσουβάλι καρβουνόσκονης- όμηρο, έναν δικό τους Αχαρνέα και απειλεί ότι θα τον σκοτώσει εάν δεν του δώσουν το δικαίωμα της απολογίας. Κάτω από αυτήν την πίεση ο Χορός υποχωρεί και δίνει τον απαραίτητο χρόνο στον πρωταγωνιστή να ετοιμάσει την απολογία του. 

5. Αγώνας: Ο Δικαιόπολις παρακαλεί τον Ευριπίδη -μεγάλο τραγικό ποιητή της εποχής- να του δανείσει μερικά "κουρέλια" και φτηνά επιχειρήματα σαν αυτά που χρησιμοποιεί στις τραγωδίες του, ώστε να συγκινήσει τον Χορό και να γλιτώσει το κεφάλι του. (Στο μέρος αυτό φαίνεται η αντιπάθεια του Αριστοφάνη προς τους "τραγικούς ποιητές" της εποχής, που θεωρεί πως "ναρκώνουν" τον Λαό με τα μελοδράματα, αποκρύπτοντας τα πραγματικά του προβλήματα. ) Αφού ο Ευριπίδης του δίνει τα "κουρέλια" που ζητάει, ο Δικαιόπολις φορώντας τα, υποστηρίζει πως τα πραγματικά αίτια του πολέμου δεν ήταν αυτά που τους είπαν οι πολιτικοί και στρατηγοί, αλλά περισσότερο ευτελή: Για τρείς πόρνες που έκλεψαν οι μεν απ` τους δε και γενικώς μια γελοία παρεξήγηση. Δημιουργείται σύγχυση, αλλά σημασία έχει πως ο Χορός χωρίζεται πια σε δύο Ημιχόρια. Το ένα που πείθεται από τις αιτιάσεις του απολογούμενου και τον υπερασπίζεται, ενώ το δεύτερο Ημιχόριο καλεί απεγνωσμένα τον "Στρατηγό Λάμαχο" - θεματοφύλακα των αξιών τουςνα αντιμετωπίσει τον αναρχικό... Μα και η άφιξη του Στρατηγού έχει σαν αποτέλεσμα να εξευτελιστεί ο Λάμαχος στην μεταξύ τους λογομαχία και να δικαιωθεί ο Δικαιόπολις. "Αυθεντικός! σαν έργο του δημιουργού του...να μην τον φθείρει η Ιστορία. Ηθοποιός! να μην τον παρασύρει το κοινό και οι αντζέντηδες. και... Είρωνας ! Είρωνας! με το ματάκι παιχνιδιάρικο και με το κεφαλάκι πάνω στον πάγκο του χασάπη." 

6. Παράβασις: [ακούγεται ο Νίκος Παπάζογλου και ο Χορός] Στο μουσικό αυτό διάλειμμα ο Σαββόπουλος φαίνεται να ταυτίζει στιχουργικά τον εαυτό του με τον Αριστοφάνη... "Ζει τα ωραία πράγματα, μ`αίμα και με θυσίες προς το συμφέρον όλων σας και το κοινό καλό. Δεν θα σας πει παινέματα, δεν θέλει κολακείες... και για την ευτυχία σας, πληρώνει τον καιρό." 

7. Στάσιμο: Πλέον ο Δικαιόπολις έχει θριαμβεύσει και όλοι τάσσονται με το μέρος του ζητώντας του λίγη απ` την ειρήνη και τα αγαθά που προσφέρει, ενώ τον μακαρίζουν για τον τρόπο ζωής που επέλεξε... της χαράς, του Έρωτα, της απόλαυσης της ζωής μακρυά από τους πολιτικάντηδες, συκοφάντες και πολεμοχαρείς Λαοπλάνους. "Τήνελλα καλλίνικος" που μπορεί και να σημαίνει: πέσ`τα Χρυσόστομε! 

8. Κύρηκες: [ακούγονται οι Ν.Παπάζογλου, Σ.Μπουλάς, Ν.Ζιώγαλας, Μ.Τανάγρη ] Δύο κύρηκες στέλνονται, ο πρώτος καλεί τον Δικαιόπολι να λάβει μέρος στα Διονύσια και τον αγώνα οινοποσίας, ενώ ο δεύτερος καλεί τον Λάμαχο να υπερασπιστεί τα περάσματα και να ριχθεί στην μάχη. Και οι δύο λοιπόν ετοιμάζονται ,για την αποστολή του ο καθένας. Ο Δικαιόπολις για την γιορτή κι ο Λάμαχος για τον πόλεμο. (Δεν ξέρω κατά πόσο ο Αριστοφάνης ήθελε να εξευτελίσει και να γελοιοποιήσει το πρόσωπο του Λαμάχου, έχω όμως την αίσθηση πως ο Σαββόπουλος δεν κάνει το ίδιο, δίνοντας στον Λάμαχο ένα μερίδιο συμπάθειας του κοινού, τοποθετώντας κι εκείνον στην πλευρά των άβουλων θυμάτων μιας -εκ παλαιών- δεδομένης κατάστασης. Ακόμα και το απόσπασμα που αποδίδεται στον Χορό θα μπορούσε να ήταν το παράπονο του γέρου στρατιώτη: "Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία και με τυφλή μανία, ξέσκιζα τον εχθρό Τώρα με χειρουργεί η αλλοίθωρη Νεολαία... μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική !") 

9. Έξοδος: [ακούγονται ο Δ.Σαββόπουλος και ο Σ.Μπουλάς] Ο Λάμαχος τραυματίζεται στην μάχη και αυτοοικτίρεται ενώ ο Δικαιόπολις κερδίζει το βραβείο στον αγώνα οινοποσίας και -δίκαια- απολαμβάνει τον θρίαμβό του! Πραγματοποιείται η έξοδος από τη σκηνή, με τους πάντες να δοξάζουν τον Δικαιόπολι και τις ιδέες του.! "Λάμαχος: -Σήκωσε την ασπίδα για ομπρέλα! Αποχωρούμε... αχ! χιονίζει! Χειμέρια τα πράγματα..." "Δικαιόπολις: -Σήκωσε το μεγάλο δείπνο ν` ανοιχτούμε ! ναι... χιονίζει! Αρχίζουνε τα θαύματα..." =========================================================================== Πρόλογος– Σαββόπουλος 01:52 Πάροδος – Σαββόπουλος, Νίκος Παπάζογλου, Βαγγέλης Ξύδης, Ηλίας Λιούγκος 05:05 Φαλλική Πομπή – Μελίνα Τανάγρη, Σαββόπουλος 08:06 Σύγκρουση – Σαββόπουλος 10:08 Αγώνας – Σαββόπουλος 17:35 Παράβαση – Νίκος Παπάζογλου 20:41 Στάσιμο – Σαββόπουλος 22:54 Κήρυκες – Νίκος Παπάζογλου, Μελίνα Τανάγρη, Σάκης Μπουλάς, Νίκος Ζιώγαλας 29:44 Έξοδος – Σαββόπουλος, Σάκης Μπουλάς \http://is.gd/oxOJJS _______________________

 Φαλῆς ἑταῖρε Βακχίου Φαλη, συντροφε του Βακχου ξύγκωμε νυκτοπεριπλάνητε συνοργιαστη νυκτοπεριπλάνητε , 265 μοιχὲ παιδεραστά, 265 Θεούλη του φαλλού, μωράκι, του Διόνυσου συνταξιδιώτη, στο κωμικό μας καραβάκι ἕκτῳ σ᾽ ἔτει προσεῖπον εξη χρονια χωριστηκαμε. Δε σ' έχω ιδεί πέντε χρονάκια, κλέφτη του έρωτα που ανθίζεις μέσα στης νύχτας τα χαντάκια ἐς τὸν δῆμον ἐλθὼν ἄσμενος, γυριζω στον τοπο μου με μεγαλη χαρα σπονδὰς ποιησάμενος ἐμαυτῷ, εχοντας συμφωνησει ανακωχη, πραγμάτων τε καὶ μαχῶν απο προβληματα και μαχες καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείς. 270 και Λαμαχους απαλλαγμενος Τώρα το χώμα μου πατάω, έκλεισα ειρήνη μοναχός μου, και ταπεινά σε χαιρετάω πολλῷ γάρ ἐσθ᾽ ἥδιον, ὦ Φαλῆς Φαλῆς, τι καβλα θα ηταν, ω Φαλη κλέπτουσαν εὑρόνθ᾽ ὡρικὴν ὑληφόρον την ξυλοκλεφτρα την ωραια να εβρισκα, ξυλα να φερνει. τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ Φελλέως τη θρακισσα του Στρυμοδωρου, να γυριζει απο το Φελλεα. Δε θέλω μάχες και το δρόμο πήρα, τη δούλα του Στιμόδωρου να πιάσω, την ώρα που σκυμμένη κλέβει ξύλα μέσην λαβόντ᾽ ἄραντα καταβαλόντα απο τη μεση αρπαζοντας θα την εβαζα κατω καταγιγαρτίσ᾽ ὦ Φαλῆς Φαλῆς. 275 και θα την τρυγουσα, ω Φαλη Στην αγκαλιά μου σηκωμένη την κλεφταρού θα τη φιλήσω, θεούλη μου φτωχέ και πένη ἐὰν μεθ᾽ ἡμῶν ξυμπίῃς, ἐκ κραιπάλης αν μαζι μου πιεις και γλεντησεις, ἕωθεν εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον· το πρωι θα πιουμε μια κουπα ειρηνη Κερνάω ειρήνη σ' ένα φλιτζανάκι, έλα και συ να πιεις που σε πονάει, η ασπίδα μου θα κρέμεται στο τζάκι Θεούλη του φαλλού, μωράκι, του Διόνυσου συνταξιδιώτη, στο κωμικό μας καραβάκι Δε σ' έχω ιδεί πέντε χρονάκια, κλέφτη του έρωτα που ανθίζεις, μέσα στης νύχτας τα χαντάκια Τώρα το χώμα μου πατάω, έκλεισα ειρήνη μοναχός μου, και ταπεινά σε χαιρετάω Δε θέλω μάχες και το δρόμο πήρα τη δούλα του Στρυμόδωρου να πιάσω την ώρα που σκυμμένη κλέβει ξύλα Στην αγκαλιά μου σηκωμένη την κλεφταρού θα τη φιλήσω, θεούλη μου φτωχέ και πένη Κερνάω ειρήνη σ' ένα φλιτζανάκι, έλα και συ να πιεις που σε πονάει η ασπίδα μου θα κρέμεται στο τζάκι Φαλῆς ἑταῖρε Βακχίου ξύγκωμε νυκτοπεριπλάνητε 265 μοιχὲ παιδεραστά, ἕκτῳ σ᾽ ἔτει προσεῖπον ἐς τὸν δῆμον ἐλθὼν ἄσμενος, σπονδὰς ποιησάμενος ἐμαυτῷ, πραγμάτων τε καὶ μαχῶν 270 καὶ Λαμάχων ἀπαλλαγείς. πολλῷ γάρ ἐσθ᾽ ἥδιον, ὦ Φαλῆς Φαλῆς, κλέπτουσαν εὑρόνθ᾽ ὡρικὴν ὑληφόρον τὴν Στρυμοδώρου Θρᾷτταν ἐκ τοῦ Φελλέως μέσην λαβόντ᾽ ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσ᾽ ὦ Φαλῆς Φαλῆς. 275 ἐὰν μεθ᾽ ἡμῶν ξυμπίῃς, ἐκ κραιπάλης ἕωθεν εἰρήνης ῥοφήσει τρύβλιον http://is.gd/lvt5vW - http://is.gd/imJ36d 

___________ 

δεῦρο Μοῦσ᾽ ἐλθὲ φλεγυρὰ πυρὸς ἔχουσα μένος ἔντονος Ἀχαρνική 665 Τη φλεγομενη μανια σου επικαλουμαι λαμπρη Μούσα Αχαρνιώτικη Μουσα καρβουναρου, οἷον ἐξ ἀνθράκων πρινίνων φέψαλος ἀνήλατ᾽ ἐρεθιζόμενος οὐρίᾳ ῥιπίδι, [πυρινη] οπως οι σπίθες που ξεπηδούν απ’ τα πουρναρενια κάρβουνα θεριεμενες απο του φυσερου τους αερηδες θρακα μου πυρωμενη, σπιθιτσα φουντωμενη μ’αναπνοες τρελου βαρδαρη ἡνίκ᾽ ἂν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι, 670 ενω έτοιμα δίπλα τα ψαράκια για ψήσιμο που μιλα σαν ψαρι φαγωμενο, πολλαπλασιασμενο οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα, οἱ δὲ μάττωσιν, κι ενω άλλοι θασιώτικη χτυπούν σάλτσα, αλλοι ζυμωνουν και σαν καρβελι να! οὕτω σοβαρὸν ἐλθὲ μέλος ἔντονον ἀγροικότερον ὡς ἐμὲ λαβοῦσα τὸν δημότην. 675 ελα με τη θηριωδη ορμη σου να στοιχειωσεις τους συμπατριωτες σου Έλα την Κυριακή με το βαρύ σου τέμπο κι οι δυο Σοφία Βέμπο ακούγαμε εκεί. 

------------------ 

I invoke thee, Acharnian Muse, fierce and fell as the devouring fire; sudden as the spark that bursts from the crackling oaken coal when roused by the quickening fan to fry little fishes, while others knead the dough or whip the sharp Thasian pickle with rapid hand, so break forth, my Muse, and with rough, vigorous, stirring strains inspire thy tribesmen δεῦρο Μοῦσ᾽ ἐλθὲ φλεγυρὰ πυρὸς ἔχουσα μένος ἔντονος Ἀχαρνική. οἷον ἐξ ἀνθράκων πρινίνων φέψαλος ἀνήλατ᾽ ἐρεθιζόμενος οὐρίᾳ ῥιπίδι, ἡνίκ᾽ ἂν ἐπανθρακίδες ὦσι παρακείμεναι, 670 οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα, οἱ δὲ μάττωσιν, οὕτω σοβαρὸν ἐλθὲ μέλος ἔντονον ἀγροικότερον ὡς ἐμὲ λαβοῦσα τὸν δημότην. 

675 http://is.gd/ryigbW

 οἱ γέροντες οἱ παλαιοὶ μεμφόμεσθα τῇ πόλει: Την κακίζουμε την πόλη εμείς οι παλιότεροι οὐ γὰρ ἀξίως ἐκείνων ὧν ἐναυμαχήσαμεν διοτι δεν μας φέρεστε αντάξια των μαχων που δωσαμε γηροβοσκούμεσθ᾽ ὑφ᾽ ὑμῶν, ἀλλὰ δεινὰ πάσχομεν, οἵτινες γέροντας ἄνδρας ἐμβαλόντες ἐς γραφὰς αλλα ηλικιωμενους ανθρωπους σε δίκες μας σέρνετε ὑπὸ νεανίσκων ἐᾶτε καταγελᾶσθαι ῥητόρων, 680 και μας αφήνετε παίγνια μαθητευόμενων ρητορων, οὐδὲν ὄντας, ἀλλὰ κωφοὺς καὶ παρεξηυλημένους, ετοιμορροπους, κουφους, στυμμενους, οἷς Ποσειδῶν ἀσφάλειός ἐστιν ἡ βακτηρία: με μονο θεο προστατη τη μαγκουρα που μας στηριζει. τονθορύζοντες δὲ γήρᾳ τῷ λίθῳ προσέσταμεν, Ψελιζουμε, ανημποροι να μιλησουμε, πανω στο βημα, οὐχ ὁρῶντες οὐδὲν εἰ μὴ τῆς δίκης τὴν ἠλύγην. και απο δικαιοσυνη δε βλεπουμε παρα τη σκια της. ὁ δέ, νεανίας ἑαυτῷ σπουδάσας ξυνηγορεῖν, 685 Ο νεαρος αντιδικος, επιζητωντας την ευνοια των ομοιων του, ἐς τάχος παίει ξυνάπτων στρογγύλοις τοῖς ῥήμασιν: αγορευων χτυπα επιδεξια και ωμα. κᾆτ᾽ ἀνελκύσας ἐρωτᾷ σκανδάληθρ᾽ ἱστὰς ἐπῶν εκθετει ανακρινοντας δημοσια και παγιδευει ἄνδρα Τιθωνὸν σπαράττων καὶ ταράττων καὶ κυκῶν. το γεροντα και τον καταρρακωνει ψυχολογικα. ὁ δ᾽ ὑπὸ γήρως μασταρύζει, κᾆτ᾽ ὀφλὼν ἀπέρχεται,Kαταβεβλημενος και παραμιλωντας καταδικαζεται σε προστιμο εἶτα λύζει καὶ δακρύει καὶ λέγει πρὸς τοὺς φίλους, 690 αποχωρει δακρυσμενος λεγοντας στους φιλους ‘οὗ μ᾽ ἐχρῆν σορὸν πρίασθαι τοῦτ᾽ ὀφλὼν ἀπέρχομαι.’ με οσα ειχα για ν’αγορασω φερετρο, το προστιμο πληρωσα ταῦτα πῶς εἰκότα, γέροντ᾽ ἀπολέσαι [ Πως θα επιτρεψουμε να εξοντωθει πολιὸν ἄνδρα περὶ κλεψύδραν, απο την κλεψυδρα ο ασπρομαλλης μαραθωνομαχος πολλὰ δὴ ξυμπονήσαντα καὶ θερμὸν που πολεμησε ἀπομορξάμενον ἀνδρικὸν ἱδρῶτα δὴ καὶ πολύν, κι εχυσε ιδρωτα και αιμα ἄνδρ᾽ ἀγαθὸν ὄντα Μαραθῶνι περὶ τὴν πόλιν; για την πολη; ] ―Ποιος μας γηροκομεί τη σήμερον ημέρα, ψηστιέρα, καρβουνιέρα, μούσα δεκεμβριανή; Πολέμησα καιρό σε όλα τα πεδία και με τυφλή μανία ξέσκιζα τον εχθρό. Τώρα με χειρουργεί η αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική. Οι γέροι χωριστά, οι νέοι άλλο πράμα όποιος τους θέλει αντάμα πληρώνει ακριβά. Πρόστιμα μια ζωή στην κλεψύδρα και στα εφετεία είναι μια κοροϊδία, σκιά του δικαστή. ἄ ᾽ ὦ ὅ ὸ ῦ ὴ ῶ γ θύγατερ πως τ κανο ν καλ καλ ς ο σεις βλέπουσα θυμβροφάγον. ς μακάριος ἴ ὡ ὅ ᾽ ὀ ἀ ᾶ στις σ πύσει κ κποιήσεται γαλ ς 255 σο μηδ ν ττους βδε ν, πειδ ν ρθρος . ῦ ὲ ἥ ῖ ἐ ὰ ὄ ᾖ πρόβαινε, κ ν τ χλ φυλάττεσθαι σφόδρα ἀ ὤ ῳ μή τις λαθών σου περιτράγ τ χρυσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: