https://olympiobima.gr/
Γράφει η Αντωνία Βαρμάζη, Ιστορικός
- Η Ελλάδα μετά από 300 χρόνια σκλαβιάς κατάφερε μέσα από τις πληγές τις να αποτινάξει τον τουρκικό ζυγό και να άρχισε δειλά δειλά κάνοντας σταθερά βήματα να προετοιμάσει το έδαφος για να γίνει ανεξάρτητο και αυτόνομο κράτος. Η συνθήκη που επιβεβαιώνει και επίσημα το γεγονός ότι γίνεται ανεξάρτητο κράτος ήταν η συνθήκη Λονδίνου 1830.
-Η ανεξαρτητοποίηση της Ελλάδος και οι συνθήκες με τις οποίες επικυρώθηκαν οι ελληνικές περιοχές στην Ελλάδα.
- ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΟΝΔΙΝΟΥ 1830, Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
- Ο μήνας Φεβρουάριος (με το νέο ημερολόγιο) είναι ο γενέθλιος μήνας του Ελληνικού Κράτους, καθώς τον συγκεκριμένο μήνα – και για την ακρίβεια στις 3 του μηνός – το 1830 αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του. Η συνθήκη με την οποία συνέβη αυτό είναι το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Πρόκειται για ένα ιστορικό κείμενο, που υπογράφηκε από τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής εκείνης (Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) και με τα 11 άρθρα του διευθετούσε το «ελληνικό ζήτημα». Το εν λόγω πρωτόκολλο, που επιδόθηκε στις ελληνικές και τις οθωμανικές αρχές τον Μάρτιο του ίδιου έτους, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας, πράξη η οποία συνιστούσε διεθνή αναγνώριση του Ελληνικού Κράτους και κατά συνέπεια έθετε ως δεδομένη την ίδρυση και την έναρξη της ύπαρξής του.
- Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας, χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός. Έτσι για τη θέση του μονάρχη οι συμβαλλόμενες χώρες επέλεξαν τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σάξ-Κόμπουργκ (γιο του δούκα του Σάξ-Κόμπουργκ Φραγκίσκου, μετέπειτα πρώτου βασιλιά του Βελγίου και ιδρυτή της δυναστείας Σάξεν-Κόμπουργκ και Γκότα της χώρας αυτής).
Τα σύνορα του νέου κράτους προς βορρά ορίστηκαν στη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού, αφήνοντας εκτός ελληνικής επικράτειας σημαντικό μέρος της Στερεάς Ελλάδας. Η συρρικνωμένη αυτή εδαφική διαμόρφωση υπήρξε αποτέλεσμα βρετανικής απαίτησης. Το Λονδίνο, που έτσι κι αλλιώς δεν επιθυμούσε αυτόνομο κράτος φοβούμενο ότι αυτό θα γινόταν «ρωσικό όργανο», δεν ήθελε ελληνικό έδαφος απέναντι από τα βρετανοκρατούμενα Ιόνια Νησιά. Άλλωστε η αρχική επιδίωξη της Βρετανίας ήταν το νέο κράτος να περιοριστεί στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΟΝΔΙΝΟΥ 1863 ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ ΕΝΩΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΕΛΛΑΔΑ
Λίγο καιρό πριν την ίδρυση της Επτανήσου (ή Ιονίου) Πολιτείας, με την συμμετοχή των νησιών του Ιονίου με πρωτεύουσα την Κέρκυρα, και συγκεκριμένα το 1797 οι Ενετοί αποχωρούν από το νησί και αυτό περνά στα χέρια των Ριζοσπαστών Γάλλων. Δύο μόλις χρόνια αργότερα τα Επτάνησα περνούν στα χέρια των Ρωσοτούρκων οι οποίοι με τη σειρά τους μένουν μόνο για ένα χρόνο.
Το 1800 η Ρωσία και η Τουρκία υπέγραψαν την συνθήκη σύμφωνα με την οποία αναγνώριζαν τα νησιά του Ιονίου ως αυτόνομο κράτος.
Τότε στα 1800 ιδρύεται η Ιόνιος Πολιτεία. Η Κέρκυρα μαζί με τα υπόλοιπα νησιά του Ιονίου σχηματίζει αυτόνομη πολιτεία με δική της σημαία και βουλή (Ιόνιος Βουλή).
Ήταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός λαός κέρδισε το δικαίωμα να κυβερνάται από μόνος του, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Στα 7 χρόνια που διήρκησε η οικονομική και η κοινωνική ζωή των Κερκυραίων βελτιώθηκε εντυπωσιακά. Τότε ιδρύθηκε και η πρώτη Ιόνιος Ακαδημία.
Όμως με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου η Ιόνιος Πολιτεία τάσσεται με το πλευρό των Ρώσων οι οποίοι τελικά θα ηττηθούν, έτσι τα Επτάνησα πέρασαν και πάλι στην κατοχή των Γάλλων για οχτώ χρόνια, στην διάρκεια των οποίων χτίστηκε και το Λιστόν σε πιστή αντιγραφή της οδού Ριβολί του Παρισιού.
Στα 1815 με την ίδρυση του Ενωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων η Κέρκυρα παραμένει για 49 χρόνια υπό Αγγλική προστασία. Στα χρόνια αυτά η ανάπτυξη δε σταματάει. Οι Άγγλοι έκτισαν το ναό του Αγίου Γεωργίου και τους στρατώνες στο Παλαιό Φρούριο καθώς και το κτίριο του Προνοητή (που σήμερα δεν σώζεται) Επίσης στην Παλιά πόλη την Έπαυλη του Προνοητή.
Όλα αυτά τα χρόνια γίνονται πολλές προσπάθειες από τους Επτανήσιους για ανεξαρτητοποίηση των νησιών και ένωση τους με την υπόλοιπη (απελευθερωμένη από το 1827) Ελλάδα. Τελικά το 1863 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη των μεγάλων δυνάμεων σύμφωνα με την οποία η Αγγλία παραιτείται από την προστασία των Ιόνιων νήσων.
Στις 21 Μαΐου του 1864 τα Επτάνησα εντάσσονται επισήμως στην Ελλάδα και στο Κάστρο της Κέρκυρας υψώνεται η Ελληνική σημαία.Το τότε ελληνικό κράτος με την μηδαμινή εμπειρία και υποδομή προσπαθεί να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερα από τα Ιόνια νησιά με την πλούσια παράδοση, ιστορία, εμπειρία και πολιτισμό. Η απόφαση όμως να καταργηθεί η Ιόνιος Ακαδημία προκάλεσε ερωτηματικά. Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο του ιστορικού Μ. Λυκίσσα με τίτλο “Ιστορία Ιονίου Ακαδημίας.
Η Ιόνιος Ακαδημία παρά τις δυσκολίες στην πραγμάτωση των σκοπών της (θάνατος του Γκίλφορντ, εχθρότητα του Μαιτλαντ, δολοφονία του Καποδίστρια, πολεμικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα κ.α.) δεν σταμάτησε επί 40 και πλέον χρόνια την βοήθεια της στην ανάπτυξη του λαού μας και του Ελληνικού κράτους στα πρώτα του χρόνια.
ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ 1881 – ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ
Μετά το 1830, το ελληνικό κράτος, μικρό σε έκταση και πληθυσμό, περιελάμβανε μόνο τη Στερεά Ελλάδα, την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Το 1863 η Αγγλία προικοδότησε το νέο ηγεμόνα της Ελλάδας, τον Γεώργιο Α΄ Γλύξμπουργκ, με τα Επτάνησα και η ένωση των Ιονίων νήσων πραγματοποιήθηκε το 1864.
Όμως πολλά εύφορα εδάφη, όπως αυτά της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας έμεναν εκτός του εθνικού κορμού. Το 1878 τελειώνει ένας ακόμη ρωσοτουρκικός πόλεμος με νίκη των Ρώσων. Στο Συνέδριο του Βερολίνου που συγκλήθηκε από τον Γερμανό καγκελάριο Βίσμαρκ, στην ομώνυμη πόλη, το 1878, η Ελλάδα μέσω των αντιπροσώπων της, τον υπουργό των Εξωτερικών Θεόδωρο Δηλιγιάννη και τον Aλέξανδρο Pίζο Pαγκαβή, ζήτησε από τις Δυνάμεις την παραχώρηση της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Εκεί υπογράφηκε πρωτόκολλο σύμφωνα με το οποίο «οι σύνεδροι προσκαλούσαν την Yψηλή Πύλη να συμφωνήσει με την Eλλάδα σε μια νέα ρύθμιση των συνόρων στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο», με προτεινόμενα σύνορα τη γραμμή των ποταμών Kαλαμά (Θύαμις) –Σαλαμβρία (Πηνειός). Η πρόταση αυτή προήλθε από τη γαλλική πλευρά, ενώ η Αγγλία εξέφραζε αντιρρήσεις. Η διευθέτηση αυτή θα ευνοούσε την Ελλάδα καθώς της παραχωρούσε μεγάλο μέρος τόσο της Θεσσαλίας όσο και της Ηπείρου. Στο άρθρο 24, προβλεπόταν η Ελλάδα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία να διευθετήσουν με απευθείας συζητήσεις την χάραξη νέων συνόρων με βάση διαπραγμάτευσης τη γαλλική πρόταση. Αν δεν έβρισκαν μια αμοιβαία αποδεκτή λύση τότε οι χώρες του συνεδρίου ως μεσολαβητές θα είχαν το δικαίωμα να επέμβουν και να καθορίσουν αυτές τα νέα όρια του ελληνικού κράτους. Για την Μακεδονία και τη Θράκη αποφασίστηκαν ορισμένες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ενώ στο άρθρο 23 γινόταν αναφορά στην Κρήτη και την υποχρέωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας να τηρήσει απαρέγκλιτα τον Οργανικό Νόμο του 1868, αλλά και όποιες αλλαγές θα θεωρούνταν απαραίτητες.
Βέβαια η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν αποδέχτηκε τις προτάσεις αυτές και προσπάθησε να τροποποιήσει τις αποφάσεις των Δυνάμεων, οι οποίες συμμετείχαν στις κοπιώδεις διπλωματικές διαπραγματεύσεις που άρχισαν στις 25 Ιανουαρίου 1879, στη Διάσκεψη της Πρέβεζας. Οι συνομιλίες των δύο πλευρών συνεχίστηκαν τον Αύγουστο του 1879 στην Κωνσταντινούπολη με την ενεργή όμως συμμετοχή και των ξένων πρεσβευτών. Στη συνέχεια κατόπιν βρετανικής πρωτοβουλίας, μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον φιλελεύθερο Γκλαντστόουν, πραγματοποιείται νέα συνάντηση τον Ιούνιο του 1880 στο Βερολίνο. Παράλληλα και στην Ελλάδα υπήρξε αλλαγή του πολιτικού σκηνικού, καθώς μετά τις εκλογές του 1879, νέος πρωθυπουργός εξελέγη ο Κουμουνδούρος ο οποίος συνέχισε τις πιέσεις. Το Φεβρουάριο του 1881 συγκλήθηκε νέα συνδιάσκεψη πρεσβευτών και της Οθωμανικής αντιπροσωπείας στην Κωνσταντινούπολη όπου τέθηκε ξανά η πρόταση. Η Πύλη κατόρθωσε να περιορίσει τα παραχωρούμενα εδάφη στην Ελλάδα, προφασιζόμενη τις αντιδράσεις Αλβανών στην Ήπειρο καθώς και θέματα στρατηγικής σημασίας για την προσάρτηση των περασμάτων στη Θεσσαλία. Η απόφαση ανακοινώθηκε στην ελληνική κυβέρνηση στα τέλη Μαρτίου και έγινε αποδεκτή.
Τελικά, στις 12 Μαΐου 1881, οι αντιπρόσωποι των Δυνάμεων και της Υψηλής Πύλης υπέγραψαν τη σύμβαση στην Κωνσταντινούπολη. Στις 20 Ιουνίου ο Πρεσβευτής της Ελλάδας Ανδρέας Κουντουριώτης και ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας Μαχμούτ Σερβέρ Πασάς υπέγραψαν το ίδιο κείμενο ως ελληνοτουρκική σύμβαση, σύμφωνα με την οποία παραχωρούνταν στο ελληνικό κράτος η Θεσσαλία εκτός της Ελασσόνας και η περιοχή της Άρτας. Αντί για τον Καλαμά, η γραμμή είχε τραβηχτεί πάνω στον Άραχθο, πολύ πιο νότια από το αρχικό σημείο.
Αμέσως ξεκινά η οθωμανική εκκένωση των περιοχών, τόσο οι αρχές αλλά και οι μουσουλμάνοι κάτοικοι ενώ ξεκινά η κατάληψη από τον ελληνικό στρατό. Στις 23 Ιουνίου 1881 η Άρτα ελευθερώνεται από τον τουρκικό ζυγό. «Τα δεσμά της δουλείας εθραύσθησαν. Η Άρτα, πόλις ιστορική, ρίπτεται ελευθέρα εις τας αγκάλας της μητρός, εν Ηπείρω ο κατακτητής συνεσπειρώθει πλέον», έγραφε η εφημερίδα Θεσσαλική την προηγούμενη μέρα. Στη Θεσσαλία, ο ελληνικός στρατός μπαίνει στις 8 Αυγούστου στο Δομοκό. Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον υποστράτηγο Σούτσο και τον συνταγματάρχη Καμπάνη και η δεύτερη φάλαγγα με τον συνταγματάρχη Καραϊσκάκη, καταλαμβάνουν την Καρδίτσα και το Φανάρι στις 18 Αυγούστου, ενώ στις 23 Αυγούστου τα Τρίκαλα. Έπειτα από 458 χρόνια (1423-1881) τουρκικής κατάκτησης, ο επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων υποστράτηγος Σκαρλάτος Σούτσος εισήρθε στην πόλη της Λάρισας στις 31 Αυγούστου με τιμές και σημαιοστολισμούς. Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος επισκέπτονται τις νέες επαρχίες. Τελευταίος απελευθερώθηκε στις 2 Νοεμβρίου ο Βόλος. Οι κάτοικοι μέσα σε ξέφρενο ενθουσιασμό, πανηγυρίζουν την προσάρτηση πετώντας τα φέσια τους, στρώνοντας τα πανωφόρια τους για να περάσει ο στρατός, ζητωκραυγάζουν, κλαίνε από χαρά και στήνουν αψίδες στολισμένες με δάφνες και μυρτιές.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΟΝΔΙΝΟΥ 1913 ΕΝΩΣΗ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑΣ
Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1908, πριν από 110 χρόνια, ξεσπάει (μια ακόμα) επανάσταση στην Κρήτη. Χιλιάδες πολίτες από τα Χανιά και τις γύρω περιοχές κατεβαίνουν σε ένα πάνδημο συλλαλητήριο, στο οποίο ο Βενιζέλος κηρύσσει την οριστική ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Έχοντας συνεννοηθεί από πριν με την ελληνική κυβέρνηση, ο Αρμοστής της Κρήτης, ο Αλέξανδρος Ζαΐμης έχει αναχωρήσει για την Αθήνα πριν γίνει το συλλαλητήριο. Έτσι, η συνέλευση που συγκαλείται κηρύσσει την ανεξαρτησία της Κρήτης από τον έλεγχο των Μεγάλων Δυνάμεων, η σημαία της «Κρητικής Πολιτείας» υποστέλλεται, ανυψώνεται στη θέση της η ελληνική, οι δημόσιοι υπάλληλοι ορκίζονται πίστη στον βασιλιά Γεώργιο Α΄ της Ελλάδας, ενώ διορίζεται πενταμελής εκτελεστική επιτροπή με την εντολή να κυβερνήσει το νησί εν ονόματι του βασιλιά των Ελλήνων και σύμφωνα με τους νόμους του ελληνικού κράτους.
Η οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος τελικά δόθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, το Φλεβάρη του 1913. Στις 14 του μηνός υπεστάλησαν από το φρούριο της Σούδας οι σημαίες των Μεγάλων Δυνάμεων και της Τουρκίας. Με τη συνθήκη του Λονδίνου, το Μάιο του 1913, παραχωρήθηκε και τυπικά η Κρήτη στην Ελλάδα, σύμφωνα με το άρθρο 4 της συνθήκης. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά στις 1 Δεκεμβρίου 1913, παρουσία του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Βενιζέλου.
Έτσι, με την φυσική ένταξη της μεγαλονήσου στον ελληνικό κορμό, τελειώνει το κρατικό μόρφωμα της «Κρητικής Πολιτείας», που ήταν το όνομα με το οποίο αναγνωρίστηκε η Κρήτη ως αυτόνομο κράτος. Αυτόνομο τρόπος του λέγειν, μιας και ήταν ένα προτεκτοράτο πλήρως ελεγχόμενο από τις Μεγάλες Δυνάμεις και υπό τουρκική επικυριαρχία. Η «Κρητική Πολιτεία» προέκυψε μετά την κρητική επανάσταση του 1896 και την απόσχιση του νησιού από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όταν η Κρήτη τέθηκε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ 1913 ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ, ΘΡΑΚΗΣ ΚΑΙ ΗΠΕΙΡΟΥ
Η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) είναι η συνθήκη ειρήνης που συνομολογήθηκε στις 28 Ιουλίου (π.ημερ) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913 στο Βουκουρέστι, εξ ου και η ονομασία της, μεταξύ των Βασιλείων της Ελλάδας, της Ρουμανίας, της Σερβίας, και του Μαυροβουνίου αφενός και της Βουλγαρίας αφετέρου. Με τη συνθήκη αυτή δόθηκε τέλος στο Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ακριβώς μετά την ήττα της Βουλγαρίας. Γενικά η Συνθήκη Βουκουρεστίου (1913) με την άμεση σχετικά συνομολόγηση και υπογραφή της υπήρξε πολύ σημαντική ιδιαίτερα στους Συμμάχους (Ελλάδα, Σερβία και Ρουμανία), δια της οποίας εκτός του ότι ορίσθηκαν τα σύνορα της ηττημένης Βουλγαρίας με τις όμορες σύμμαχες και νικήτριες Χώρες, ταυτόχρονα απετράπη και η όποια ανάμιξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε βαλκανικά πλέον ζητήματα, εκτός από της εκ μέρους της τελευταίας ανακατάληψης της Αδριανούπολης, καθώς και τμημάτων της Ανατολικής Θράκης μέχρι τον ποταμό Έβρο. Η συνοριακή γραμμή που χωρίζει την Ελλάδα από τη Βουλγαρία συντάχθηκε από την κορυφή του Μπέλες στο στόμα του Νέστου, σχετικά με το Αιγαίο. Αυτή η σημαντική εδαφική παραχώρηση, στην οποία η Βουλγαρία προσβλήθηκε σημαντικά, σε συμμόρφωση με τις οδηγίες που έλαβε στις σημειώσεις τις οποίες η Ρωσική Αυτοκρατορία και Αυστροουγγαρίαπαρουσιάστηκαν στο συνέδριο, αύξησε την περιοχή της Ελλάδας από 64.790 σε 108.610 km2 και ο πληθυσμός της έγινε από 2.660.000 σε 4.363.000.
Στο έδαφος που προσάρτησε η Ελλάδα, συμπεριλαμβάνονται μεγάλα τμήματα της Ηπείρου και της Μακεδονίας, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης. Τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα μεταφέρθηκαν προς τα ανατολικά μέχρι πέρα από την Καβάλα, περιορίζοντας έτσι τα παράλια της Βουλγαρίας στο Αιγαίο σε αμελητέο ύψος 110 km, με μόνο το Δεδέαγατς (σύγχρονη Αλεξανδρούπολη) ως επίνειο. Επιπλέον, η Κρήτη ενσωματώθηκε οριστικά στην Ελλάδα και επίσημα στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Μέσα σε αυτή την περιοχή ήταν επίσης η Φλώρινα.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΣΕΒΡΩΝ 1920 ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΜΕ ΕΛΛΑΔΑ
Η Συνθήκη των Σεβρών υπεγράφη στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1920στην πόλη Σεβρ (Sèvres) της Γαλλίας, φέρνοντας την ειρήνη ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τις Συμμαχικές και σχετιζόμενες Δυνάμεις1 μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Ελλάδα παραχωρούνταν τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος και η ανατολική Θράκημέχρι τη γραμμή της Τσατάλτζας κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Η περιοχή της Σμύρνης έμενε υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσε να προσαρτήθει στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα. Το άρθρο 26 της Συνθήκης όριζε ακόμα οτι αν οι οθωμανικές αρχές δεν συναινούσαν στην εφαρμογή της, θα εξέπιπταν από την κυριαρχία τους στην Κωνσταντινούπολη, την οποία θα μπορούσε να καταλάβει η Ελλάδα, κάτι το οποίο έντεχνα είχε προωθήσει ο Βενιζέλος.
Παράλληλα, η Βόρεια Ήπειρος ενσωματωνόταν στην Ελλάδα με το μυστικό Σύμφωνο Βενιζέλου – Τιττόνι. Η Ιταλία συμφώνησε ακόμα να παραχωρήσει τα Δωδεκάνησα (εκτός από τη Ρόδο και το Καστελλόριζο) στην Ελλάδα, και όταν η Βρετανία έδινε στο μέλλον την Κύπρο στην Ελλάδα, τότε (μετά από δημοψήφισμα) θα παραχωρούταν και αυτά τα νησιά (η συμφωνία ακυρώθηκε αργότερα από την Ιταλία το 1922).
Τα στενά των Δαρδανελίων και η θάλασσα του Μαρμαρά αποστρατικοποιήθηκαν και έγιναν προσωρινά διεθνής περιοχή, οι Σύμμαχοι απέκτησαν τον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέλος καθορίζονταν η ισότητα και τα δικαιώματα των χριστιανικών μειονοτήτων.
ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ 1947, ΕΝΩΣΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩΝ
Ήταν Φεβρουάριος του 1947 όταν υπογραφόταν στο Παρίσι η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Συμμάχων Δυνάμεων και της Ιταλίας. Σύμφωνα με την ιστορική συμφωνία «η Ιταλία εκχωρεί εις την Ελλάδα εν πλήρει κυριαρχία τας νήσους της Δωδεκανήσου τας κατωτέρω απαριθμωμένας ήτοι: Αστυπάλαιαν, Ρόδον, Χάλκην, Κάρπαθον, Κάσον, Τήλον, Νίσυρον, Κάλυμνον, Λέρον, Πάτμον, Λίψον, Σύμην, Κω, και Καστελόριζον ως και τας παρακειμένας νησίδας». Η ελληνική πλευρά διευκρίνιζε, κατά την υπογραφή, ότι με τον όρο «παρακείμενες» εννοούνται οι «υπό ιταλικήν κυριαρχίαν» κατά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Τα Δωδεκάνησα αποδίδονταν στη μητέρα-πατρίδα κατά την κλασική έκφραση της εποχής με καθυστέρηση περίπου δύο χρόνων από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ένωση των νησιών αναβλήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, επί τρεισήμισι δεκαετίες από μια άτυχη συγκυρία. Είχαν μεταβιβαστεί στην Ιταλία από την Οθωμανική Αυτοκρατορία τον Μάιο του 1912, μετά τον ιταλο-τουρκικό πόλεμο.
Έτσι, κατά την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ιταλοκρατούνταν. Ενώ είναι βέβαιο ότι σε διαφορετική περίπτωση θα απελευθερώνονταν τότε από τις ελληνικές δυνάμεις, όπως και τα άλλα νησιά στο Αιγαίο. Στις 10 Φεβρουαρίου 1947 υπογράφηκε στο Παρίσι η Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία, σύμφωνα με την οποία τα Δωδεκάνησα αποδίδονταν στην Ελλάδα, ενώ η Ιταλία υποχρεωνόταν σε αποζημίωση ύψους 105 εκατομμυρίων δολαρίων προς τη χώρα μας. Με επιμονή της σοβιετικής πλευράς, οριζόταν στο κείμενο ότι τα νησιά θα παρέμεναν αποστρατιωτικοποιημένα, πρόβλεψη που θα επικαλεστεί η Τουρκία κατά τρόπο καταχρηστικό μετά το 1974. Από την τουρκική ερμηνεία του κειμένου της ελληνοϊταλικής συνθήκης του 1947, σε συνδυασμό με τις ιταλοτουρκικές συμφωνίες του 1932, θα προκύψει και το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών», που έθεσε η Άγκυρα μετά την Κρίση των Ιμίων το 1996.
Η τελετή παράδοσης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα από τις βρετανικές αρχές έγινε στις 31 Μαρτίου 1947 στη Ρόδο μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα. Πρώτος διοικητής των Δωδεκανήσων ανέλαβε ο αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης, με πολιτικό σύμβουλο τον πανεπιστημιακό και δικαστικό Μιχαήλ Στασινόπουλο, μετέπειτα πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η επίσημη τελετή της ενσωμάτωσης έγινε στις 7 Μαρτίου 1948 και το 1955 τα Δωδεκάνησα έγιναν νομός με πρωτεύουσα τη Ρόδο.
Συμπερασματικά γίνεται αντιληπτό πως επετεύχθη ένα οργανωμένο και συντονισμένο σχέδιο που ξεκίνησε μετά την επανάσταση του 1821 και ολοκληρώθηκε το 1946. Για να καταφέρει η Ελλάδα να κερδίσει τα χαμένα εδάφη και τις λησμονημένες πατρίδες αξιοποίησε τις εκάστοτε κυβερνήσεις και τις διπλωματικές δυνάμεις . Χρειαζόταν οξυδέρκεια, υπομονή και επιμονή και ένα ενωμένο λαό να υποστηρίζει τις εθνικές γραμμές. Σε μια τέτοια Ελλάδα ευελπιστούμε να επιστρέψουμε για να επανακτήσουμε τις χαμένες πατρίδες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου