Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Η Τουρκική Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης: μέρος 2ο

Το 1988 έγιναν μαζικές πορείες διαμαρτυρίας μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας.


ΕΙΔΗΣΕΙΣ - ΆΡΘΡΑ

12 Nisan 2021

 https://www.milletgazetesi.gr/

Η Τουρκική Μουσουλμανική Μειονότητα της Δυτικής Θράκης: μέρος 2ο

Του Αλή Μουσταφά


Δεν υπάρχει κάποια απόδειξη που να πιστοποιεί τον συσχετισμό των Πομάκων με τους Αγριάνες. Οι Αγριάνες ή Αγράϊοι ή Αγριεΐς ή Αγραίοι ήταν παιονικό φύλο που κατοικούσε στην πάνω κοιλάδα του Στρυμόνα, μεταξύ Αίμου και Ροδόπης, όμως από τον 3ο αι π.Χ. και μετά δεν έχουμε ιστορικές μαρτυρίες για τους Αγριάνες. Από την άλλη, στα χρόνια του Βυζαντίου ο χώρος της Θράκης δέχθηκε τις επιδρομές πολλών και διάφορων φύλων, όπως Γότθοι, Ούννοι, Σκλαβηνοί, Άβαροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, και αργότερα Ούζων, Κουμάνων, Αβάρων, Πετσενέγων, κ.α. Επίσης, κατά καιρούς διάφοροι πληθυσμοί μεταφέρθηκαν στην Θράκη, όπως για παράδειγμα ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής (969-976), μετέφερε Αρμένιους Παυλικιανούς από τη Μικρά Ασία στην περιοχή της Φιλιππούπολης - ο παυλικιανισμός ήταν αίρεση - ενώ την ίδια εποχή εμφανίσθηκε στη Βουλγαρία η αίρεση του Βογομιλισμού.


Είναι πολύ αμφίβολη μία απευθείας καταγωγή των Πομάκων από τους αρχαίους Αγριάνες λοιπόν, για να μην πούμε σχεδόν αδύνατη. Επίσης, στην Ξάνθη υπάρχει μία συνοικία με το όνομα Aren ή Ahren mahallesi. Η ονομασία αυτή προέρχεται από το Ahιryan, δηλαδή η περιοχή με τα αχούρια. Στην περιοχή υπήρχαν στάβλοι (αχούρια), όπου διανυκτέρευαν με τα ζώα τους οι κάτοικοι που έρχονταν στην πόλη απ' τα βουνά, και δεν είχαν που να μείνουν. Δεν υπάρχει λοιπόν σύνδεση του Ahιryan, Αχρέν, Αρέν, κ.α., με το Αγριάνες.


Την περίοδο της χούντας κορυφώνεται η αντιπαράθεση μεταξύ των τριών χωρών (Ελλάδας, Κύπρου, Τουρκίας) φτάνοντας μέχρι την πολεμική σύγκρουση (εισβολή Ελλάδας – Τουρκίας στην Κύπρο, κίνδυνος γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα πολεμικής έντασης ενεργοποιείται από την χούντα η «αρχή της αμοιβαιότητας» στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων των δύο χωρών και ξεκινά μια συστηματική πολιτική καταπίεσης της μειονότητας της Θράκης, η οποία αποσκοπούσε στην εκδίωξή της. Η χούντα δεν προχώρησε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου των σχέσεων της μειονότητας με το κράτος, αλλά επιχείρησε μέσα από μια σειρά διοικητικών αποφάσεων και ρυθμίσεων ή ενεργοποίηση παλαιότερων νόμων που είχαν θεσπιστεί εναντίον των σλαβομακεδόνων, να δημιουργήσει ένα ασφυκτικό κλίμα, που θα ανάγκαζε τα μέλη της μειονότητας να εγκαταλείψουν την Ελλάδα. Αυτή η πολιτική εγκαινιάστηκε με επιθετικό τρόπο από τη χούντα, αλλά συνεχίστηκε και εν μέρει συμπληρώθηκε απ’ όλες τις κυβερνήσεις μέχρι τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας το ’80.


Έτσι η χούντα ενεργοποίησε ένα μεταξικό νόμο με βάση τον οποίο απαγόρευε σε άτομα της μειονότητας να αγοράζουν γη και να προβαίνουν σε επέκταση ακινήτων. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ιθαγένειας απέκτησε ισχύ και για τη μειονότητα της Θράκης. Το άρθρο αυτό αφαιρούσε την ελληνική ιθαγένεια από «αλλογενείς εγκαταλείποντες το ελληνικό έδαφος άνευ προθέσεως παλλινοστήσεως» και ο κάθε αξιωματούχος του ελληνικού κράτους είχε το δικαίωμα ερμηνείας των προθέσεων των ατόμων που πήγαιναν στο εξωτερικό. Με βάση αυτό το άρθρο έχασαν την ιθαγένεια άνθρωποι οι οποίοι πήγαν για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους στην Τουρκία, άλλοι που μετανάστευσαν στη Γερμανία, ακόμα και σε άλλες πόλεις ή χωριά της Ελλάδας, ακόμα και της Θράκης (αναφέρεται περίπτωση ατόμου που έχασε την ιθαγένεια όταν πήγε... φαντάρος). Όταν τελικά καταργήθηκε αυτό το ρατσιστικό άρθρο το 1998, είχαν χάσει την ιθαγένειά τους, σύμφωνα με την επίσημη άποψη, περισσότερα από 40.000 άτομα. Παρ’ όλο που το άρθρο καταργήθηκε ως άδικο, η κατάργηση δεν είχε αναδρομική ισχύ.


Ταυτόχρονα όλη αυτή την περίοδο πάρθηκαν μια σειρά από αποφάσεις με τις οποίες: Απαγορευόταν η αγορά γης, σπιτιών, γεωργικών μηχανών και αυτοκινήτων, η παροχή αδειών οδήγησης, επαγγελματικών αδειών, αδειών κατασκευής κατοικίας ή ανέγερσης/επισκευής τζαμιών, η παροχή δανείων απ’ τις τράπεζες κ.α. Το κράτος προχώρησε παράλληλα σε μία συστηματική πολιτική απαλλοτρίωσης κτημάτων που ανήκαν σε άτομα της μειονότητας με διάφορα προσχήματα, ενώ βοηθούνταν με δάνεια Έλληνες να αγοράζουν μουσουλμανικά κτήματα. Στους αποφοίτους των τουρκικών πανεπιστημίων το ΔΙΚΑΤΣΑ αρνούνταν να αναγνωρίσει τα πτυχία τους δημιουργώντας έτσι ένα ολόκληρο στρώμα ανέργων πτυχιούχων μέσα στη μειονότητα. Η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής των βακουφιών απαγορεύτηκε και στο εξής οι διαχειριστές διορίζονται (μέχρι σήμερα) από το κράτος. Τα μειονοτικά σχολεία πέρασαν στον έλεγχο του κράτους με στόχο την «αποτουρκοποίηση» της εκπαίδευσης της μειονότητας.


Ταυτόχρονα αυτή την περίοδο απαγορεύτηκε η χρήση των όρων τουρκικός και Τούρκος. Επαγγελματικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι που έφεραν τον προσδιορισμό τουρκικός υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα ή καταργήθηκαν. Εξαπολύθηκαν νομικές διώξεις εναντίον ατόμων που διακήρυξαν την τουρκική τους ταυτότητα. Οι αποφάσεις οι οποίες απαγορεύουν τη χρήση αυτών των όρων εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.


Έτσι, κατά την περίοδο της χούντας, αλλά και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80 περίπου, το κράτος ακολούθησε μια σκληρή επιθετική πολιτική εναντίον της μειονότητας. Ο βασικός στόχος ήταν να εξαναγκαστεί ένα μεγάλο τμήμα να εγκαταλείψει την Ελλάδα, όπως είχε κάνει και το τουρκικό κράτος με την ελληνική μειονότητα. Τα αποτελέσματα δεν ήταν τα επιδιωκόμενα, καθώς ο κατά βάση αγροτικός χαρακτήρας της μειονότητας της Θράκης, αλλά και το χαμηλότερο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης της Τουρκίας, έκαναν δύσκολη την απόφαση της φυγής προς την Τουρκία.


Η πτώση της χούντας, η μεταπολίτευση και η «αλλαγή» του ’81 δεν έφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην αντιμετώπιση της μειονότητας από το κράτος. Η αίσθηση όμως της δυνατότητας μιας γενικής πολιτικής αλλαγής που επικρατούσε κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης δεν μπορούσε να μην έχει επίδραση και στη Θράκη. Έτσι από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 μέσα στη μειονότητα εκδηλώνονται προσπάθειες αντίδρασης στην καταπίεση που είχε υποστεί όλα αυτά τα χρόνια. Οι προσπάθειες αυτές πήραν δύο μορφές, οι οποίες εκδηλώθηκαν παράλληλα ή συμπληρωματικά.


Άτομα των οποίων ο ηγετικός ρόλος μέσα στη μειονότητα βασιζόταν στις σχέσεις που μπορούσαν να έχουν παράλληλα με το τουρκικό κράτος και τα δύο κόμματα εξουσίας στην Ελλάδα (ως πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ ή της ΝΔ), επιδίωξαν να αναδείξουν τα προβλήματα της καταπίεσης και του αποκλεισμού, προβάλλοντας ένα μειονοτικό, εθνικιστικό πολιτικό λόγο. Κομβικό στοιχείο αυτού του πολιτικού λόγου ήταν η διακήρυξη της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας. Οι προσπάθειες αυτές κορυφώθηκαν με τις εκλογικές επιτυχίες των ανεξάρτητων μειονοτικών βουλευτών στις εκλογές του ’89 - ’90.


Ταυτόχρονα όμως οι αντιδράσεις άρχισαν να παίρνουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και τα χαρακτηριστικά του μαζικού κινήματος διεκδίκησης. Το 1983 έγινε η πρώτη μαζική διαμαρτυρία μειονοτικών ενάντια στις απαλλοτριώσεις κτημάτων για την Πανεπιστημιούπολη στην Κομοτηνή.


Το 1985 η μειονότητα δεν αποδέχτηκε τον διορισμένο Μουφτή της Κομοτηνής και προέβη σε εκλογή άλλου Μουφτή τον οποίο δεν αναγνώρισε το ελληνικό κράτος. Το ίδιο έγινε και στην Ξάνθη.


Το 1987 και το 1988 οι πτυχιούχοι τουρκικών πανεπιστημίων, διαμαρτυρόμενοι επειδή τα πτυχία τους δεν αναγνωρίζονταν από το ΔΙΚΑΤΣΑ, πραγματοποίησαν δύο πορείες και απεργία πείνας. Οι κινητοποιήσεις των πτυχιούχων βρήκαν συμπαράσταση από «πλειονοτικούς».


Το 1988 έγιναν δύο μαζικές πορείες διαμαρτυρίας στην Κομοτηνή μετά την τελεσίδικη απόφαση του Αρείου Πάγου να απαγορευτεί ο όρος τουρκικός από τις ενώσεις της μειονότητας. Στη δεύτερη πορεία ξέσπασαν συγκρούσεις με την αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί.


Ταυτόχρονα, όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησαν και οι προσπάθειες για εκλογή ανεξάρτητου μειονοτικού βουλευτή στις εκλογές του ’89, καθώς ο εκλογικός νόμος έδινε αυτή τη δυνατότητα. Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε με πανικό αυτή την πιθανότητα και ξεκίνησε σειρά δικαστικών διώξεων εναντίον του υποψήφιου Αχμέτ Σαδίκ (με κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμηση, διασπορά ψευδών ειδήσεων και πλαστογραφία). Κατά τη διάρκεια των δύο δικών του έγιναν διαδηλώσεις από την μειονότητα.


Ο Αχμέτ Σαδίκ εκλέχτηκε βουλευτής στις εκλογές της 18ης Iουνίου 1989 και αργότερα, στις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989, εκλέχτηκε ο ανεξάρτητος υποψήφιος Mολλά Pοντοπλού με τον συνδυσμού «Eμπιστοσύνη». Η εκλογή του Ροντοπλού δημιούργησε νέα προβλήματα, καθώς η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΣΥΝ προϋπέθετε τη στήριξη του Pοντοπλού. Όλα όμως τα κόμματα απέρριψαν αυτή τη πιθανότητα και τελικά σχηματίστηκε η τρικομματική κυβέρνηση Ζολώτα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ).


Όμως αυτή η πιθανότητα, να αναδειχτεί ένας ανεξάρτητος μειονοτικός βουλευτής σε ρυθμιστικό παράγοντα για το σχηματισμό κυβέρνησης, ήταν κάτι το οποίο δύσκολα μπορούσε να ανεχτεί το ελληνικό κράτος. Ήδη, οι διαμαρτυρίες των μειονοτικών ενάντια στα μέτρα καταπίεσης και αποκλεισμού, είχαν προκαλέσει την κινητοποίηση μηχανισμών του ελληνικού κράτους και της εθνικιστικής δεξιάς. Έγιναν νέες διώξεις εναντίον των Σαδίκ και Ροντοπλού και καταδικάστηκαν σε 18 μήνες φυλάκιση και 3ετή στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Κατά τη διάρκεια αυτών των δικών (Ιανουάριος 1990) οργανώθηκαν και πάλι μαζικές συγκεντρώσεις από την μειονότητα.


Όμως τώρα οι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι, έχοντας εξασφαλισμένη την ανοχή του κρατικού μηχανισμού, αποφάσισαν να δώσουν τη δική τους, «δυναμική» απάντηση στις κινητοποιήσεις της μειονότητας. Στις 29 Ιανουαρίου 1990 οργάνωσαν επιθέσεις, με τη μορφή πογκρόμ περιορισμένης κλίμακας, εναντίον της μειονότητας στην Κομοτηνή, καταστρέφοντας καταστήματα, κυνηγώντας και χτυπώντας ανθρώπους και χωρίς οι δυνάμεις καταστολής, οι οποίες ήταν παρούσες, να επέμβουν για να τους σταματήσουν.


Έκτοτε, μπορούμε να πούμε ότι η μειονοτική πολιτική του ελληνικού κράτους συνεχίζει σ’ αυτή τη γραμμή, της εντός ορίων ανεκτικότητας. Υπήρξαν σημαντικές θετικές μεταρρυθμίσεις, στο χώρο κυρίως της εκπαίδευσης, και μια σειρά «διοικητικών οχλήσεων» έχουν καταργηθεί. Η συμβολική χειρονομία της αλλαγής της μειονοτικής πολιτικής ήταν η κατάργηση στα μέσα της δεκαετίας του ’90, της μπάρας που κρατούσε απομονωμένα τα πομακικά ορεινά χωρά.


Παρ’ όλ’ αυτά, η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής αφορά στην μετατόπιση των κεντρικών της αξόνων και όχι στη βασική πολιτική αντίληψη του ελληνικού κράτους, σύμφωνα με την οποία οι μη αφομοιώσιμες εθνικές μειονότητες αποτελούν εσωτερικό εχθρό. Γι’ αυτό και εξακολουθεί να ισχύει η απαγόρευση της ελεύθερης διακήρυξης της τουρκικής ταυτότητας της μειονότητας.


Επιπλέον, οι προσπάθειες να αντιπαραθέσουν απέναντι στην τουρκική εθνική ταυτότητα (την οποία το ελληνικό κράτος δεν αναγνωρίζει) μια πομακική ταυτότητα (και τα τελευταία χρόνια και μία τσιγκάνικη/ρομά) συνεχίζονται. Πρωταγωνιστές αυτής της εθνικής προσπάθειας είναι το κράτος με τους μηχανισμούς του, τα αστικά κόμματα και κυρίως η ακροδεξιά, επιχειρηματικοί κύκλοι, καθώς και διάφορες, αρμόδιες ανά περίσταση, ευρωπαϊκές και εγχώριες ΜΚΟ. Τα επιχειρήματα που προβάλλουν δεν έχουν να κάνουν πια με μετρήσεις των κρανίων των Πομάκων (οι οποίες κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 «αποδείκνυαν» δήθεν την αρχαιοελληνική καταγωγή των Πομάκων), αλλά με δικαιώματα στη χρήση της μητρικής γλώσσας και στον πολιτισμό (των Πομάκων και των Τσιγγάνων – ποτέ όμως των Τούρκων). Ο κυρίαρχος ισχυρισμός είναι ότι οι Πομάκοι (και δευτερευόντως οι Τσιγγάνοι/Ρομά, επειδή συνήθως τους ξεχνάνε) καταπιέζονται από τον τουρκικό εθνικισμό ή από το τουρκικό προξενείο, ενώ το ελληνικό κράτος κλείνει τα μάτια μπροστά σ’ αυτή την κατάφωρη παραβίαση των δικαιωμάτων τους. Η έξαρση αυτής της προπαγανδιστικής πομακολογίας, μπορεί να βρίσκει ανταπόκριση σε τμήματα του πομακικού πληθυσμού. Η πλειοψηφία όμως των Πομάκων δεν φαίνεται να συγκινείται από τα επιχειρήματα αυτών οι οποίοι μέχρι πριν από λίγα χρόνια τους είχαν μαντρώσει πάνω στα βουνά, καθηλώνοντάς τους σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Παραπλήσια αποτελέσματα έχει και η ενασχόληση με τους Τσιγγάνους/Ρομά, πολλοί ή και οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν πια ως μητρική τους γλώσσα τα τούρκικα και αδυνατούν να κατανοήσουν την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί η ρομανί σε μια εκπαίδευση στην οποία ακόμα και σήμερα δεν έχουν πρόσβαση.


Να υπενθυμίσουμε και τα του άρθρου 19. Το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας όριζε «όσοι πολίτες αλλογενείς εγκατέλειψαν την Ελλάδα χωρίς την πρόθεση επανόδου, μπορούν να απωλέσουν την ελληνική τους ιθαγένεια». Βάση των διατάξεων του συγκεκριμένου άρθρου 60.004 Έλληνες πολίτες απώλεσαν την ελληνική τους ιθαγένεια την περίοδο από το 1955 μέχρι το 1998 όπου το εν λόγω άρθρο βρισκόταν σε ισχύ. Από την ομάδα των 60.004 απολεσθέντων την ελληνική ιθαγένεια, οι 46.638 ήταν μέλη της Τουρκικής-Μουσουλμανικής μειονότητας της Δυτικής Θράκης.


Όπως προκύπτει από τους αριθμούς κύρια ομάδα στόχος του άρθρου 19 υπήρξαν τα μέλη της Τουρκικής Μειονότητας, η πρώτη ωστόσο ομάδα στόχος ήταν οι σλαβόφωνοι ντόπιοι κάτοικοι της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας οι οποίοι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εγκατέλειψαν την Ελλάδα αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου πολέμου (1949).


Η εφαρμογή του άρθρου 19 ενισχύονταν σε περιόδους κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και επηρεαζόταν από τις εξελίξεις που λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό της μειονότητας. Τα χρόνια που ακολούθησαν την κρίση στο Κυπριακό τη δεκαετία του 60 σημειώθηκε αύξηση του αριθμού αφαιρέσεων ελληνικής ιθαγένειας. Το ίδιο ίσχυσε και τη χρονική περίοδο που στην περιοχή δραστηριοποιούνταν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί κομματικοί συνδυασμοί, δηλαδή από τα μέσα του 1980 και στις αρχές του 1990.


Οι στόχοι του άρθρου 19 παραμένουν συγκεχυμένοι αν αναλογιστεί κανείς ότι από τη μία πλευρά η εφαρμογή του μπορεί να θεωρηθεί ως μια συγκαλυμμένη μορφή σύγχρονης εθνοκάθαρσης, ενώ από την άλλη πλευρά το ελληνικό κράτος είχε συμφέρον να παραμείνει ο πληθυσμός της μειονότητας στην περιοχή ως πολιτικό αντιστάθμισμα στις διαπραγματεύσεις με την Ελληνορθόδοξη μειονότητα στην Τουρκία.


Το ίδιο το άρθρο περιείχε μία σειρά από ασάφειες και ρευστές έννοιες, εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια και σαφήνεια, γεγονός που βοηθούσε την αυθαίρετη εφαρμογή του. Ενώ για παράδειγμα το άρθρο είχε βασική προϋπόθεση να εγκαταλείψει κάποιος την χώρα, ωστόσο εφαρμόστηκε και σε περιπτώσεις ανθρώπων που δεν έφυγαν ποτέ από την Ελλάδα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι άνθρωποι που μετακινήθηκαν από την Θράκη στην Αθήνα απώλεσαν την ιθαγένειά τους, άνθρωποι που δεν εξέδωσαν ποτέ διαβατήριο, υπήρξε περίπτωση πολίτη που απώλεσε την ιθαγένειά του ενώ υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία.


Η όλη διαδικασία λάμβανε χώρα κάτω από απόλυτη μυστικότητα και οι αποφάσεις σπανίως ανακοινώνονταν στους ίδιους τους ανιθαγενείς. Σε πολλές περιπτώσεις αρκούσε και μια απλή πληροφορία ότι κάποιος έφυγε από το χωριό για σπουδές στην Τουρκία, προκειμένου να χάσει την ιθαγένειά του. Συνήθως οι ίδιοι ενημερωνόταν με την επιστροφή τους στην Ελλάδα όταν προσπαθούσαν να διασχίσουν τα σύνορα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις ενημερωνόταν σε δοσοληψίες με κρατικές υπηρεσίες. Υπάρχουν περιπτώσεις ατόμων που ενημερώθηκαν μετά από χρόνια για την απώλεια της ιθαγένειάς τους.


Οι αφαιρέσεις ιθαγένειας υλοποιούνταν με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και γινόταν είτε ατομικά είτε ομαδικά. Μία μόνο υπουργική απόφαση του 1991 αφαίρεσε την ιθαγένεια από 248 μέλη της Τουρκικής Μειονότητας, όλοι κάτοικοι της Ροδόπης, ενώ άλλη απόφαση της ίδια χρονιάς αφαίρεσε την ιθαγένεια σε 57 μειονοτικούς από την Ξάνθη.


Η Τουρκία κατά το παρελθόν ευνοούσε τα μεταναστευτικά ρεύματα. Την περίοδο 1951-1957 περίπου 19.500 Τούρκοι από την Θράκη μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η πλειονότητά τους μετακινήθηκε βάσει της πολιτικής της ελεύθερης μετανάστευσης και απέκτησαν με σχετική ευκολία την τουρκική υπηκοότητα. Από το 1960 και μετά η Τουρκία σκληραίνει τη στάση της ως προς τις χορηγήσεις ιθαγένειας σε ανιθαγενείς προκειμένου να αποτρέψει περαιτέρω μεταναστευτικά ρεύματα από τη Δυτική Θράκη.


Την περίοδο του στρατιωτικού καθεστώτος του Kenan Evren (1980-1983) και μετά από ισχυρές πιέσεις του Συλλόγου Αλληλεγγύης Τούρκων Δυτικής Θράκης, χορηγήθηκαν πάλι ιθαγένειες σε όσους ανιθαγενείς μετανάστευσαν στην Τουρκία. Η διαδικασία αυτή κράτησε μέχρι το 1990. Έκτοτε η Τουρκία σταμάτησε τη χορήγηση ιθαγενειών, ωστόσο παρείχε άλλα δικαιώματα σε δυτικοθρακιώτες Τούρκους, όπως διευκόλυνση στη χορήγηση αδειών παραμονής, διευκολύνσεις στην αγορά εργασίας κλπ.


Οι απώλειες ιθαγένειας με αυθαίρετο τρόπο δημιούργησαν μία ομάδα ανθρώπων οι οποίοι δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν καμία ανάγκη τους και δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σε κανένα επίπεδο καθώς δεν ήταν σε θέση να ικανοποιήσουν ούτε μικρές συναλλαγές. Τα παιδιά των ανιθαγενών καταδικαζόταν κι αυτά μαζί με τους γονείς τους και υπήρξαν πολλές περιπτώσεις ανηλίκων ανιθαγενών.


Το άρθρο 19 καταγγέλθηκε και από διεθνείς οργανισμούς ως αντισυνταγματικό και ρατσιστικό. Η ανακήρυξη της ισονομίας και ισοπολιτείας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για τα μέλη της μειονότητας το 1991 σταμάτησε τη μεγάλη μεταναστευτική ροή προς την Τουρκία, ωστόσο για αρκετό καιρό συνεχίστηκαν οι αφαιρέσεις ιθαγένειας μέχρι την κατάργησή του το 1998.


Ο ακριβής αριθμός των ανιθαγενών που βρίσκονται σήμερα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα δεν είναι γνωστός. Το ελληνικό κράτος αρνείται συστηματικά να δώσει επίσημα στοιχεία για τον αριθμό των ανιθαγενών, ενώ αρκείται στο να αναφέρει ότι έχουν εκδοθεί 148 δελτία ταυτότητας ανιθαγενούς χωρίς αυτό να είναι δηλωτικό του ακριβή αριθμού των ανιθαγενών που ζούνε σήμερα εντός της επικράτειας.


Το άρθρο 19 καταργήθηκε το 1998 χωρίς η κατάργησή του να έχει αναδρομική ισχύ που σημαίνει ότι δεν αποκατέστησε ποτέ τις απολεσθέντες ιθαγένειες. Το αποτέλεσμα ήταν η ομάδα των ανιθαγενών να παραμείνουν ανιθαγενείς διαιωνίζοντας έτσι την καταπάτηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος, αυτού της ιθαγένειας, καθώς επίσης και μιας σειράς άλλων δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτό, όπως το δικαίωμα στην εργασία, στην ελεύθερη και απρόσκοπτη μετακίνηση, στην οικογένεια κ.ά.


Κατά καιρούς προτάθηκαν διάφορες λύσεις για την αποκατάσταση ιθαγενειών, όπως η διαδικασία της πολιτογράφησης που εφαρμόζεται σε περιπτώσεις μεταναστών. Καμία από τις λύσεις δεν ήταν δηλωτική ειλικρινών προθέσεων για να λυθεί οριστικά το πρόβλημα. Η επαναχορήγηση της ιθαγένειας από άτομα που παρανόμως τους αφαιρέθηκε, θα αποτελέσει πράξη δικαιοσύνης και όχι προδοσίας.


Αξίζει να αναφερθεί ότι η Ελλάδα καταδικάστηκε να καταβάλει 8.000 ευρώ ως ηθική αποζημίωση για παραβίαση των άρθρων της ΕΣΔΑ σχετικά με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και το δικαίωμα δίκαιης δίκης στην υπόθεση απαγόρευσης χρήσης της λέξης «Τουρκική» στο όνομα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης». Ωστόσο η Ελλάδα καταβάλλει επίμονες προσπάθειες για να μην εφαρμόσει αυτές τις αποφάσεις.


Η μειονότητα έχει το δικαίωμα να παρεμβαίνει στην εκπαιδευτική διαδικασία των μελών της, ακόμα και να διατηρεί μειονοτικά σχολεία. Το ελληνικό κράτος όμως θα πρέπει να υποχρεωθεί να εφαρμόσει ένα μειονοτικό, δίγλωσσο εκπαιδευτικό σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης στην περιοχή. 


·         Θα πρέπει να εφαρμοστούν θετικές διακρίσεις (ποσόστωση κτλ) στην εκπαίδευση για τα παιδιά της μειονότητας (ήδη εφαρμόζεται), έτσι ώστε να ισοσταθμίζεται η ανισότητα που προκύπτει από τις εις βάρος της μειονότητας διακρίσεις.


·         Οι κρατικές υπηρεσίες και ο διοικητικός μηχανισμός της περιοχής θα πρέπει να στελεχωθεί και από άτομα της μειονότητας, σε αναλογία με τον πληθυσμό της. 


·         Το σύνολο των εγγράφων και αποφάσεων που αφορούν την περιοχή θα πρέπει να γράφεται και στις δύο γλώσσες (ελληνικά και τουρκικά). 


·         Η επικοινωνία του κράτους με τους πολίτες στην περιοχή θα πρέπει να γίνεται και στις δύο γλώσσες. Τα άτομα της μειονότητας θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν την τουρκική γλώσσα στο δημόσιο λόγο και το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους μειονοτικούς Τούρκους βουλευτές.


·         Νομική προστασία της μειονότητας από τον ρατσισμό και την ισλαμοφοβία που προωθείται στην περιοχή από ακροδεξιές οργανώσεις και ομάδες.


·         Κατάργηση του εκλογικού νόμου που προϋποθέτει το 3% για την είσοδο στη βουλή, νόμος ο οποίος ψηφίστηκε για να πλήξει τα δημοκρατικά δικαιώματα της τουρκικής μειονότητας αλλά ταυτόχρονα και το σύνολο του εργαζόμενου λαού.


·         κ.α.


Υ.Γ.


Η Τουρκία κατά καιρούς κατηγορείται ότι μετέφερε Τούρκους από άλλες περιοχές στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και σε άλλες περιοχές. Το ίδιο συνέβη ΚΑΙ από την άλλη πλευρά. Να σημειωθεί ότι και στη Δυτική Θράκη έγινε αλλοίωση του πληθυσμού, ενώ κατοικούνταν κυρίως από μουσουλμάνους πριν το 1922, και σαν μειονοτική περιοχή δεν θα έπρεπε να αλλοιωθεί πληθυσμιακά. Μεταφέρθηκαν στην περιοχή 200.000 πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, ενώ ταυτόχρονα 60-80.000 μειονοτικοί έφυγαν στην Τουρκία. Κάποιοι πήραν τουρκική υπηκοότητα με τη θέληση τους, ενώ σε κάποιους τους αφαιρέθηκε η υπηκοότητα χωρίς καν οι ίδιοι να το γνωρίζουν. Επίσης, 20.000 περίπου μειονοτικοί της Θράκης ζουν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισσα, Βέρια κ.α. και άλλοι τόσοι στη Γερμανία. Δηλαδή τώρα οι μουσουλμάνοι της Θράκης θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 220-250.000. Την ίδια στιγμή στην Τουρκία είναι πάνω από 300-400.000 όσοι έχουν τουλάχιστον έναν από τους δύο γονείς τους με καταγωγή ή ρίζες (παππού-γιαγιά) από τη Δυτική Θράκη.


Υ.Γ.2


Ο συγκεκριμένος πρόεδρος του συλλόγου των Πομάκων Ιμάμ Αχμέτ, που τώρα καταγγέλλει τους παράγοντες της τουρκικής μειονότητας, ότι προσπαθούν να εκτουρκίσουν τους Πομάκους, το 2000 είχε προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (European Court of Human Rights) κατά της Ελλάδας με την ιδιότητα του "μέλους της Μουσουλμανικής Τουρκικής (!)  μειονότητας της Θράκης"  ("The applicant, who considers himself a member of the Muslim Turkish minority of Thrace, is a graduate of the Special Academy for Teachers of Thessaloniki"  βλ. απόφαση 63719/00 και το link http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-23067#{"itemid":["001-23067"]} )  ισχυριζόμενος ότι "3. The applicant complains under Articles 9 and 14 of the Convention that he was dismissed because he is a member of the Turkish Muslim minority of Thrace." (3. Ο προσφεύγων παραπονείται σύμφωνα με τα άρθρα 9 και 14 της Σύμβασης ότι απολύθηκε επειδή είναι μέλος της τουρκικής μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.).  Η πληροφορία που παρέθεσα προέρχεται από την Βικιπαίδεια, στο λύμα "Ιμαμ Αχμέτ" την οποία έλεγξα μπαίνοντας  απευθείας στην ιστοσελίδα του European Court of Human Rights (στο link Που παρέθεσα), από όπου έκανα copy/paste τις φράσεις που παρέθεσα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: